Τετάρτη 2 Φεβρουαρίου 2011

Θεόδωρος Β' ο Λάσκαρης και το "Ελληνικόν"































Ψάχνοντας να βρω…Έλληνες πριν το 1821, μου κίνησε το ενδιαφέρον ένας από τους σημαντικούς αυτοκράτορες του Βυζαντινής αυτοκρατορίας, ο αυτοκράτορας Νικαίας Θεόδωρος Β’ ο Λάσκαρης, γιος του Ιωάννης Δούκα Βατάτζη. Πατέρας και γιος έβαλαν τα θεμέλια για την ανακατάληψη της Πόλης από τους Λατίνους λίγα χρόνια μετά τον θάνατό του.

Ο Θεόδωρος ο Β’ είναι εξαιρετικά ενδιαφέρων σαν προσωπικότητα και λόγω των πολλών στοιχείων που έχουμε για τη ζωή του, είτε λόγω των κοντινών του ιστορικών όπως του Ακροπολίτη και Σκουταριώτη, αλλά κυρίως λόγω του μεγάλου αριθμού επιστολών του προς διάφορες προσωπικότητες που έχουν διασωθεί.

Μη θέλοντας να αναφερθώ αναλυτικά στο γενικό ιστορικό περιβάλλον της εποχής της αυτοκρατορίας της Νικαίας, με μερικά αποσπάσματα θα προσπαθήσω να μεταφέρω τα κυριότερα στοιχεία που χαρακτήρισαν το Θεόδωρο και την εποχή του, μια από τις σημαντικότερες για την πορεία του Ελληνισμού σε μια από τις δυσκολότερες φάσεις του.

Ο Λάσκαρης ύστερα από το χαμό της μητέρας του, πρίγκιπας ακόμα, έπεσε σε μελαγχολία. «Ουδεμία ελπίς δι’εμέ» γράφει σε επιστολή του προς τον Ακροπολίτη(τον γνωστό μας ιστορικό) και ζούσε για καιρό ζωή σχεδόν ασκητική και θρηνολογούσε τον διαρκή θρίαμβο του θανάτου, όπως έλεγε. Όλα του φαίνονταν δυσοίωνα « Το ταξείδιον καταλήγει εις το ναυάγιον, το πλοίον εχάθη. Η ψυχή, ήτις το διευθύνει, καθεύδει, το ιστίον σχίζεται, ένεκεν αμελείας, το πηδάλιον παρεσύρθη. Ο άνεμος είνε ενάντιος, ο ήλιος δύει, η νύξ προχωρεί, η θύελλα αυξάνει, το φορτίον είνε βαρύ, η οδός είνε μακρά, ο χρόνος ολίγος. Το μέλλον αβέβαιον. Το παν είναι φοβερόν, ο κίνδυνος είνε πλησίον και η καταστροφή αναπόφευκτος. Όταν η ναυς της ζωής καταστραφή υπο του χρόνου, όλα τα μέρη της διασκορπίζονται και καταστρέφονται»(1)

Η κατάσταση του έκανε τον πατέρα του, τον Ιωάννη Βατάτζη, να προτρέψει τον αγαπητό δάσκαλο του γιού του, τον Ακροπολίτη, να μεταφέρει συμβουλές προς τον απαισιόδοξο γιό του, όπως το να επιδοθεί στη μουσική. Αλλά ο Θεόδωρος απάντησε : «Ο άνθρωπος επιθυμεί την μουσικήν, κατόπιν λαμπρού συμποσίου ή κατά τας διασκεδάσεις. Αλλ’εγώ πάντοτε κατεφρόνησα το είδος της ψυχαγωγίας.» (2)

Ο Ακροπολίτης ύστερα τον συμβούλεψε να κάνει συχνά λουτρά και να ξανασχοληθεί με το αγαπημένο του κυνήγι. Τελικά ο Θεόδωρος συνήλθε και όπως λέει ο ίδιος : «Υπεχώρησα εις την επιθυμίαν του κυρίου μου και αυτοκράτορος. Έφαγον κρέας, ήλλαξα ασπρόρουχα και εξήλθον του Νυμφαίου. Συνεμορφώθην προς ό τι ήθελεν.» και ζητά από τον Ακροπολίτη να του μεταφέρει «εάν ο αυτοκράτωρ είνε ηυχαριστημένος εκ τούτων». (3)

Ο νεαρός πρίγκιπας πράγματι, «απέδρασε» από το Νυμφαίο και ταξιδέψε με τον καλό του φίλο Μουζάλωνα και άλλων φιλικών γι’αυτόν προσώπων, προς τον Ελλήσποντο. Το ταξίδι του αυτό ήταν άκρως ενδιαφέρον για τον Θεόδωρο, και αρκετά διασκεδαστικό όπως εξελίχθηκε.

Στην πόλη της Φιλαδέλφειας, λοιπόν, έγινε δεκτός από έναν τοπικό άρχοντα με μεγάλο πλήθος κόσμου να τον ακολουθεί. Αλλά η στάση του ανθρώπου αυτού, οι φωνές του, η περίεργη ενδυμασία του ήταν πολύ γελοία για τον νεαρό Λάσκαρη. Να πως περιγράφει ο ίδιος τη σκηνή: « Καθ’ην στιγμήν εισηρχόμεθα εις την Φιλαδέλφειαν, ματαιόδοξος άρχων ήλθεν εις προϋπάντησίν μας, εποχούμενος ημιόνου. Περιεβάλλετο υπό πλήθους ανθρώπων, οίτινες εθορύβουν μεγάλως, εχειρονόμουν, εφώναζον, ετραγώδουν, βοηθούντες ούτω την ευγλωττίαν του αρχηγού των. Το ζώον, καθώς και ο ιππεύς, ήσαν κατά τοιούτον τρόπον εστολισμένοι, ώστε το εν προσέθετεν εις την μεγαλοπρέπειαν του άλλου. Αλλά τι δύσκολον είνε η περιγραφή του λόγου του! Πάλλων λόγος, εστερημένος πάσης εννοίας. Εφ’όσον επλησίαζε προς ημάς, ‘ωγκάτο’ περισσότερον και συνωφρυούτο και, θέλων να μας εκπλήξη δια της φωνής του, προυκάλει τον γέλωτα των παρισταμένων. Πόσον είμαι ευτυχής, θαυμάσας την μεγαλοπρέπειαν ταύτην!!!» (4)

Ο Θεόδωρος όμως μετά από αυτές τις κωμικές φάσεις του ταξιδιού του κατευθύνθηκε προς την αρχαία πόλη της Περγάμου, δηλαδή τα ερείπια της. Η θέα τους και μόνο συνεπήρε τον νεαρό μέλλοντα αυτοκράτορα, η θέα των αρχαιοελληνικών μνημείων και όπως περιγράφει ο ίδιος:

«Η πόλις αύτη είνε πλήρης αρχαίων θεάτρων, μαρανθέντων υπό του χρόνου. Μας δεικνύει εν τούτοις, ως εις καθρέπτην την δόξαν και το μεγαλείον των κτητόρων των. Αι οικοδομαί αύται, εικόνες σοφίας, φέρουσι τον χαρακτήρα της ελληνικής μεγαλοφυΐας. Η πόλις, προς αίσχός μας, τα δεικνύει προς ημάς, απογόνους ενδόξων προγόνων», και συνεχίζει αυτός ο Έλληνας πατριώτης του 13ου αιώνα :

«Βλέπει τις εκεί τείχη, ων αι επάλξεις περιβάλλονται με χάλυβα και εν τω μέσω της πόλεως ρέει ο ποταμός. Μά τον δημήτορα του πόλου.

Νομίζει τις, ότι αι μακρόταται γέφυραθ κατεσκευάσθησαν δια μιας μόνον πέτρας, τόσον η εργασία αυτών είνε λεπτή και περιποιημένη. Αυτός ο Φειδίας θα εθαύμαζε την κατασκευήν». (5)

Η αγάπη του για τον Ελληνισμό δεν σταματούσε στα αρχαία μνημεία, αλλά και τα λογοτεχνικά-φιλοσοφικά επιτεύγματα των αρχαίων Ελλήνων τον έκαναν περήφανο αλλά ταυτόχρονα ανήσυχο και απαισιόδοξο για την κατάσταση των σύγχρονών του Ελλήνων και τη σχέση τους με τη φιλοσοφία:

«Ανήκει εις τους Έλληνας, βροντοφωνεί, και ιδού την περιγράφουσι τώρα ως ξένην. Ιδού διατί θα μεταβή να ζητήση άσυλον παρά τοις βαρβάροις και θα τους δοξάση. Όλη η αθλιότης των θα πέση επί εκείνων, οίτινες την καταδιώκουσι. Θα καταστή εχθρά μας και θα μας πολεμή. Και δυνάμεθα ν’αντιστώμεν εις την σοφίαν. Ιδού διατί ή θα μας καταστρέψη ή θα μας καταστήση βαρβάρους.

Σοι γράφω όλα ταύτα με καρδίαν συντετριμμέννην υπο ζοφερού πόνου…» (Επιστολή XXVI απευθυνόμενος στον Βλεμμύδη)

Ο Λάσκαρης δεν έπαυε βέβαια να είναι ένας νέος άνδρας. Του άρεσαν ιδιαίτερα οι «μαυρομματούσαι» κατά την διάρκεια των ταξιδιών του… Οι περιπέτειές του αυτές όμως δεν ήθελε να φτάνουν στα αυτιά του αυστηρού πατέρα του και αυτοκράτορα, εξού και το μίσος του για κάποιον Φιλή ο οποίος μαρτύρησε τις περιπέτειές του στον πατέρα του.

Διατηρούσε στη μνήμη του τις ξέγνοιαστες περιπέτειές του με τις … μαυρομματούσες και σε επιστολή του, όταν βρισκόταν αργότερα σε εκστρατεία εναντίον των Βουλγάρων, προς τον επιστήθιο φίλο του Μουζάλωνα είναι φανερό:

« Ενθυμήσου την εις Θήβην του όρους Πλάκας διαμονήν μας, την θερμότητα της χώρας ταύτης, την βραδύτητα του χρόνου, το άγονον του εδάφους, την ισχνότητα του φλύαρου Ζαβαριώτου, τον ανυπόφορον κρόττον της θυελλώδους θαλάσσης, το άσμα των τεττίγων και θα λάβης ιδέαν των κακών άτινα εδώ υποφέρομεν. Εκεί τουλάχιστον είχομεν τας ερωτοτρόπους αρνήσεις νεαράς κόρης, την συγκομιδήν ωραίων καρπών, το κυνήγιον των ερωδιών και των γερανών και τόσας άλλας διασκεδάσεις. Ενώ εδώ αλλοίμονον! Μόνον η θερμήτης του ηλίου, η βαρβαρότης των Βουλγάρων και αι μάχαι , δι’όσους επιθυμούσι ταύτας»… ενώ στο χωρίο 45 της ίδιας επιστολής αναφέρει με τον δικό του τρόπο…: «Μετέβημεν εις Αχλαδερού ουχί την φοράν ταύτην όπως συλλέξωμεν αχλάδια, αλλά δια να ίδωμεν μαυρομματούσας»…(6)

Πέρα όμως από αυτά ο Θεόδωρος ο Β’ ήταν άξιος στρατιωτικός ηγέτης. Χαρακτηριστική περίοδος είναι αυτή της πρώτης εκστρατείας του, το 1255, όταν οι Βούλγαροι θεώρησαν ότι θα μπορούσαν να εκμεταλλευτούν το θάνατο του πατέρα του Θεόδωρου, Ιωάννη Βατάτζη, και κυρίευσαν μεγάλο μέρος των βαλκανικών κτήσεων της αυτοκρατορίας αλλά και περιοχές που κατοικούνταν από Έλληνες όπως το Μελένικο.

Άφησε πίσω του ως αντιβασιλέα τον φίλο του Μουζάλωνα, και πέρασε τον Ελλήσποντο με το στρατό του τον Ιανουάριο του 1255. Εύκολα κατέλαβε την Αδριανούπολη, και αρκετοί Βούλγαροι σκοτώθηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν, ακόμα και αυτός ο αυτοκράτορας της Βουλγαρίας ο Μιχαήλ Ασέν ο οποίος με μωλωπισμένο πρόσωπο εγκατέλειψε το στρατόπεδό του όπως και το υπόλοιπο βουλγαρικό στράτευμα. Με παρόμοια ευκολία κατέλαβε και την επόμενη σημαντική θρακιώτικη πόλη, τη Βερόη, όπου εισήλθε αμαχητί. Μετά από αυτές τις επιτυχίες η εκστρατεία διακόπηκε λόγω του δριμύ χειμώνα. Η περηφάνια του Θεόδωρου όπως ήταν φυσικό, εκφράστηκε και στις επιστολές του, όπως σ’αυτήν (XLVI) προς τον δάσκαλό του Βλεμμύδη:

« Ο δράκος εξήλθε, αλλά τον εφονεύσαμεν και εκ του πτώματος του ηγείραμεν τρόπαιον εις δόξαν μας. Θαύμασον δι’όλης της καρδίας σου τα κατορθώματα ταύτα της ελληνικής ανδρείας». (7)

Ο Λάσκαρης, είναι από τους λίγους μεσαιωνικούς Έλληνες αυτοκράτορες ή γενικά ηγέτες που κατάλαβαν την ανάγκη ενός στρατού με λιγότερους μισθοφόρους και περισσότερους ντόπιους, ή όπως αναφέρει άλλού ο ίδιος: της «ελληνίδος φυλής» (8) ώστε να σχηματίσει δυνατό στρατό στον οποίο το «Ελληνικόν» να μπορεί να στηρίξει την εμπιστοσύνη και τις ελπίδες του. Γιατί όπως λέει και ο ίδιος στην επιστολή XLIV :

Κινείται γαρ η έχθρα τω πλήθει και τα έθνη μάχεται καθ’ημών. Και τις ο βοηθήσων ημίν; Πέρσης πως βοηθήσει τω Έλληνι; Ιταλός και μάλιστα μαίνεται, Βούλγαρος προφανέστατα, Σέρβος τη βία βιαζόμενος και συστέλλεται, ο δ’ημέτερος τάχα, τάχα δη ου των ημετέρων κατά αλήθειαν, μόνον δε το Ελληνικόν αυτό βοηθεί εαυτώ οικόθεν λαμβάνον τας αφορμάς, …»(9)

……………………………………….

Τα παραπάνω κείμενα από τις επιστολές του Λάσκαρη είναι 'μεταφράσεις' του Ιωάννη Παπαδόπουλου από το βιβλίο του Θεόδωρος Β’ ο Λάσκαρις, Αυτοκράτων της Νικαίας, ελληνική έκδοση, 1909 ενώ υπάρχει πρόσβαση στο σύνολο της επιστολογραφίας του Θεόδωρου από το archive.org http://www.archive.org/details/theodoriducaela00festgoog

(1) Επιτομαί ηθικαί, το του βίου άστατον διαγράφουσαι, εκτεθείσαι εν τω πενθίμω καιρώ της αποβιώσεως της αοιδίμου και μακαρίας δεσποίνης κυράς Ελένης, συμβίου αυτού. Ambros.308 infer. Fol.78 επ.

(2) Επιστολαί, LIV, 31

(3) Επιστολαί LIX, 48

(4) Επιστολαί LXXIII

(5) Επιστολαί LXXX

(6) Επιστολαί CCVXI

(7) Επιστολαί XLVI : « Και ο δράκων εξήλθε, και αληθώς εκαρατομήθη, και το πτώμα του νεκρωθέντος προς ημάς ανήγειρε μέγα τρόπαιον….τα δ’άλλα κρίνον προς τον σκοπόν, και της ανδρείας της ελληνικής αρίστευμα καταθαύμασον.»

(8) Επιστολαί CCXVII

(9) Επιστολαί XLIV

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Τι λες;;;

Ο Λασκαρης ειχε διαβασει Βολταίρο και ελεγε οτι ειναι ελληνας;;;;;

Κοιτα να δεις που οι εθνομηδενιστες θα μας πουνε οτι οι ελληνες ανακαλυψαν και μηχανη του χρονου. τον μεσαιωνα. Οι ιδεολογίες των ακρων (αρχαιοπληξια, Ελ κλπ, Βερεμης, εθνομηδενισμος, κλπ) επιτελους συναντιουνται σε ενα λογικό συμπέρασμα.