Τρίτη 1 Δεκεμβρίου 2009

Προς την Επανάσταση, ταυτότητα των Ελλήνων.(β)

Συνεχίζοντας ,θα ήθελα να τονίσω τα χαρακτηριστικά της πρώιμης μεταβυζαντινής εποχής, που κάποιοι τα έχουν αποδώσει μόνο στα χρόνια λίγο προ της Επανάστασης, και είναι εμφανή στους Έλληνες συγγραφείς, λογίους αλλά και ιεράρχες, μοναχούς κ.τ.λ..

Ανάμεσα στους πολλούς άξιους λόγιους της εποχής του, ο Ιανός Λάσκαρις, με καταγωγή από την Πόλη, γεννημένος το 1445, που έζησε μεγάλο μέρος της ζωής του στην Ιταλία, διδάσκοντας ελληνική φιλοσοφία και λογοτεχνία, δεν έπαψε να προσβλέπει και να ελπίζει στην απελευθέρωση της Ελλάδας, υποστηρίζοντας μια νέα σταυροφορία από τη Δύση.

Όταν Πάπας της Ρώμης έγινε ο Λέων ο Ι΄ , ο Λάσκαρις ανέλαβε να ιδρύσει Ελληνικό Γυμνάσιο στη Ρώμη, με την υποστήριξη του πάπα, με σκοπό τη διάδοση της ελληνικής φιλοσοφίας σε Έλληνες και μη, έχοντας μαθητές όπως τον Κωνσταντίνο Ράλλη, το Νικόλαο Σοφιανό, τον Χριστόφορο Κοντολέον, το Ματθαίο Δεβαρή και άλλους.

Όταν όμως ο Λάσκαρις μετέβη στη Γαλλία στην υπηρεσία του εκεί βασιλιά, και αφού είχε πεθάνει ο πάπας Λέων Ι’, το Γυμνάσιο που είχε ιδρύσει φαίνεται να έπαψε να λειτουργεί και η επιστολή του λόγιου Αρσένιου τον Μονεμβασίας προς τον Λάσκαρι είναι ενδεικτική της σημασίας της για τους Έλληνες:

«Επι Λέοντος του άκρου αρχιερέως αίτιος εγένου τοις των Ελλήνων βουλομένοις μεν, μη δυναμένοις δε τη πενία, της περί τους ελληνικούς λόγους σπουδής, πείσας τον αρχιποιμένα γυμνάσιον εν Ρώμη αναδείξαι δύο και δέκα μειρακίων ελληνικών, ο δη και ανέδειξε σου καταβαλόντος τα σπέρματα, ο δε τα σπέρματα καταβαλών, ως ο καλός φησι ρήτωρ, ούτος των φύντων αίτιος. Μέχρι μεν ούν εκείνος διετέλει τοις ζώσι συναριθμούμενος και αυτός παρών ετύγχανες ο τα καλά σπέρματα τοις εκείνου υποσπείρων ωσίν, επίδοσις ου μετρία τω γυμνασίω εγίγνετο, αποιχομένου δ’εκείνου κακοδαιμονία τη ημετέρα, συναπέσβυ και το γυμνάσιον. Αλλ’ώ θειότατε υπερίστασο και αύθις του γένους, εν σοι γαρ μόνω το των Ελλήνων γένος εξήρτηται.»(1)

Επίσης ο αξιολογότατος Ρεθυμνιώτης λόγιος Μάρκος Μουσούρος, που επίσης έζησε στην Ιταλία, και εξέδωσε αρκετά βιβλία από το τυπογραφείο του φιλέλληνα Άλδου Μανούτιου(Aldo Manuzio/Aldus Manutius) , αφιερώνει τον παρακάτω πρόλογο της έκδοσης του Παυσανία, το 1516, τονίζοντας τη σημασία της μόρφωσης των Ελλήνων που υπέφεραν από την
«πολυετή δουλείαν»:

«…, πρώτοι μεν οι Λατίνοι γευσάμενοι, ενεφορήθησαν άχει κόρου, πολλαπλασιάσαντες τε τα συγγράμματα των παρ’εαυτοίς σοφία και συνάμει του λέγειν διαπρεψάντων εντελείς των πεπαιδευμένων εκάστω παρεσκευάσι βιβλιοθήκας, έπειτα δε και οι περί Χαλκονδύλην(sic) και σε τους αυτόχθονας της πρεσβυτέρας Ελλάδος και τοις ωγυγίοις εκείνοις ήρωσιν ομοσπόρους επεχείρησαν ημεδαπών εν τυπώσει βιβλίων πολλάς τε Ομήρων και Λουκιανών Απολλωνίων τε και επιγραμματογραφών ποιητών δαψιλώς επιδόντες φιλέλλησιν εκατοντάδας επηνέθησαν διαφερόντως…»

«…, συ γαρ των άλλων τα καθ’εαυτούς σκοπούντων κοινός απανταχού των Ελλήνων καθίστασαι προστάτης, συ ως ουδείς έτερος υπέρ της Ελλήνων σωτηρίας εγρηγοράς πάσι τοις καιροίς επακολουθών…»

«…, νυν δε Ρώμης αρχικράτορας θεραπεύων(σ.σ. τον Πάπα εννοεί), εφ’ώτε τους Έλληνας απαλλαγέντας της πικροτάτης και χαλεπωτάτης δουλείας εις ελευθερίαν εξελέσθαι

«Και νυν εν Ρώμη διατρίβων τιμώμενός τε και θαυμαζόμενος υπό των εκεί, πρόξενος ως αληθώς γέγονας των Ελλήνων, τοις μεν αφικνουμένοις πολλάκις υπέρ δυνάμιν δωρούμενος, των δ’απόντων επιμελούμενος, τους δε φιλτάτους τοις περί τον κρατούντα συνιστάς, θαυμαστά μεν ούν και ταύτα σημεία δόξειεν αν της σης προς τους Έλληνας ευνοίας.


Ορών γαρ ενίους των ημεδαπών δια την πολυετή δουλείαν ούτε μεν επιλαθομένους εαυτών, ως μηδέποτ’ ανανήφειν και μηδεμίαν όλως των προγόνων έχειν έννοιαν, αλλ’εθελοκακούντας πολιτικού βίου παιδεύσεως τε και αγωγής ολιγώρως έχειν. Ούτω δε κακοδαιμονάν, ως αυτούς μεν απαιδευσία συζήν και τετυφώσθαι, εν μόνον ηγουμένους είναι σοφόν και διαρκέστατον της ες ουρανόν αναβάσεως εφόδιον, το μήτ’ελαίου γεύεσθαι, μήτ’ εναίμων ιχθυών, εν αίς νηστεύουσιν ημέραις, τοις δε παιδείας ερασταίς φθονείν εκ του προφανούς, των ποιηταίς ή φιλοσόφοις ενασχολουμένων ευθύς καταγιγνώσκοντας πολυθεΐαν τοιούτο, ει προς την θεήλατον ταύτην ημών μεμηχάνησαι συμφοράν. Ως γαρ μη παντάπασιν αποσβεσθή το σωζόμενον έτι των ελληνικών λόγων καίπερ λίαν αμυδρόν όν, ουκ ολίγους εκ τε Κρήτης, εκ τε Κορκύρας και των παραθαλασσίων της Πελοποννήσου μετεπέμψω νεανίσκους των μήτε φύσιν αγεννών, μήθ’υπό χάσμης και νωθρότητος εκνεναρκωμένων, αλλ’αγχινοία τα περισήμων και το ταλαίπωρον εχόντων εν τη ψυχή…»

«…και γάρ εμμέτρως άδοντες, καταλογάδην τε συγγράφοντες κηρύξουσι την λαμπρότητα του Γένους, ώ συ μάλιστα δίκαιος ει σεμνυνόμενος, υμνήσουσι των προγόνων σου, των πανσεβάστων της Ελλάδος αυτοκρατόρων(σ.σ.αναφερόμενος στους αυτοκράτορες Νικαίας Λασκαρήδες) της αρετήν, ούς όμως διεδέξαντο και απανθρώπως οι δια την σφετέραν αυτών μοχθηρίαν το μεν Τούρκων έθνος τηλικούτον καταστήσαντες ηλίκον ορώμεν, το δ’ημέτερον εκ βάθρων καθελόντες μνημονεύουσιν, ής έτυχες αγωγής άντικρυς ελευθερίου και τοις ευ γεγονόσι προσηκούσης, αποκαλέσουσι σε πατέρα των λόγων και της ιπποκρήνης ανακαινιστήν της Ελληνίδος, άτε δη παρημελημένην ήδη παρ’Ελλήσι την ποιητικήν δύναμιν ανασώσαντα και μετά πολλά ετών περιόδους πρώτον άκια Μουσών οιόν τε γενόμενο άσαι…»

«…, της διανοίας προς την περιλάμπουσαν αυγήν του μεγάλου Λασκάρεως δόξαν μη τολμώσης αντιβλέπειν, γονυπετείς ευξύμεθα τω πάντ’εφορώντι και κυβερνώντι Θεώ, ίν’είπερ οιόντ’εστί περιαλγήσας τη ανεκδιηγήτω πανωλεθρία των ελλεεινών Ελλήνων, των πριν μεν στατηγίαις και νομοθεσίαις , επιστήμαις τε και τέχναις πολυειδέσι και ταις εις άπαντα τα πέρατα της γής αποικίαις το ανθρώπειον γένος παιδευσάντων τε και νουθετησάντων, ημερωσάντων τε και κατακοσμησάντων, νυν δε φθονώ και επηρεία της κακής τύχης μήτ’αυτοκρατορικοίς σκήπτροις ερειδομένων μήτε πατρίδα(φεύ των κακών) ή πόλιν αυτόνομον εχόντων, ες βαθύ και μακρόν και λιπαρόν γήρας διασώζη καπί δέκα παρατεινάντας γενεάς υγιείς διαφυλάττη Λέοντα(σ.σ. παπας Λέων Ι’), τον υπέρτατον ιεράρχην και σε, του μεν γαρ παρορμώντος, του δε κατορθούντος υμών ελευθερωθήσεται μεν η Ελλάς, οι δε φιλομαθείς και φιλοθεάμονες εμφιλοχωρήσουσιν αδεώς τη Πελοποννήσω των βαρβάρων άρδην αφανισθέντων, και τον Παυσανίαν ανά χείρας έχοντες ανέσεως χάριν περιοδεύσουσι τα πάντα κύκλω…» (2)

Ο πατριωτισμός του Λάσκαρι, και η λύπη του για την κατάσταση της Ελλάδας, είναι…χαραγμένη ακόμα και στον τάφο του, στον ναό της Αγίας Αγάθης στη Ρώμη, όπου έχει χαραχτεί η επιγραφή κατ’εντολή του ίδιου το παρακάτω τετράστιχο:

«Λάσκαρις αλλοδαπή γαίη

ενικάτθετο γαίην,

Ούτι λίην ξείνην, ώ ξένε,

μεμφόμενος.

Εύρετο μειλιχίην. Αλλ’αχ-

θεται, είπερ Αχαιοίς.

Ουδ’έτι χούν χεύει πατρίς

ελευθέριον(3)

«Σε ξένη γή θάφτηκε ο Λάσκαρις. Μάθε ότι δεν λυπάται για τη φιλοξενία αυτή.Τη βρήκε γλυκιά. Ο πόνος είναι ότι η πατρίδα δε δίνει πια ελεύθερο χώμα για την ταφή των Ελλήνων.»

Ενώ επίσης σε ένα επίγραμμα, ενδεικτικό της πλέον αυτονόητης σημασίας του «Έλλην», αυτή τη φορά στη Θεσσαλονίκη, προς τιμή του Πολίτη λόγιου Λουκά Σπαντούνη, χαραγμένο στον τάφο του, το 1481 διαβάζουμε:

«Αύχημα δειχθείς του των Ελλήνων γένους,

τω προϊόντι του των αρετών κύκλου,

και την πατρίδα αποβεβληκώς, οίμοι,

της βαρβαρικής ου μετέσχες κηλίδος.

Τω γαρ πατρίων αρετών εξημμένος,

χρυσός ώσπερ τις ή αστήρ εωσφόρος

έλαμψας λαμπρώς τω των αρετών κάλλει.

Σωφροσύνην γάρ και ανδρείαν ασκήσας,

την τε φρόνησιν, και την ισονομίαν,

άς βάθρον έθου αρετών των ενθέων,

άγαλμα θείον τοις πάσιν ανεδείχθης.

Θέλγων δη πάντας τη των λόγων σειρήνι,

και τη γλαφυρά του κάλλους αγλαΐα,

και τοις γενναίοις των έργων καταπλουτών,

εν τη ακμή, φεύ, των μεγίστων ελπίδων

οίχη μοι, το φως και κλέος της ζωής μου,

το κοινόν κλέος, η σειρά του χρόνου, έν οίς

η της φύσεως λαμπρά φιλοτιμία.

Αί,αί, της εμής και κοινής δυστυχίας!

Οία υπέστην(σού πέρι), φεύ του πάθους,

Φίλη κεφαλή, ελπίς, ζωή, φώς, τέρψις,

Του Βυζαντίου και των Ελλήνων όρπηξ.» (4)

Επίσης, ενδεικτική της κατανόησης της ανάγκης για διδασκαλία των ελληνικών γραμμάτων, είναι η επιστολή του Πατριάρχη Διονύσιου του Β’(πατριάρχης 1546-1556), γνωστού και ως Γαλατιώτη, λόγω της καταγωγής του από τη συγκεκριμένη περιοχή της Πόλης, προς τον Ζακυνθηνό λόγιο Ερμόδωρο Λήσταρχο, ο οποίος δίδασκε στην Ιταλία. Ζητώντας του να επιστρέψει από την Ιταλία για να διδάξει τους Έλληνες:



« Τω περιποθήτω υιώ κατά Πνεύμα της ημών μετριότητος, Ερμοδώρω τω Ληστάρχω ειρήνην και υγίειαν από Θεού Παντοκράτορος.

Ότι Έλλην ει και σοφίαν μετιών, πάλαι μεν η φήμη πέπεικεν ημάς, ούχ ήκιστα δε και νύν, του ιερωτάτου μητροπολίτου Ναυπλίας και Μιχαήλου του Σοφιανού πολλά διεξιόντος σου πέρι. Όπως ούν μηδέν ελιννύσας έλθης ως ημάς, των αυτών τοις ομογενέσι μεθέξων, ών Λατίνοις προσισχόμενος απολαυείς, εκείνοι μεν γαρ και άλλους έχουσι τους εκπαιδεύσοντας, Έλληνες δε ούκ έτι, εν δίκη μεν τα’αν μάλλον επαινοίο, το πτώσιν απειλούν υπερείδων, ή το βεβηκότι και ασφαλεί προστιθέμενος.» (5)

Σημαντικότατη προσωπικότητα της εποχής, ο Φραγκίσκος Πόρτος(16ος αιων.), γόνος φτωχής Ρεθυμνιώτικης οικογένειας, ο οποίος ορφανεύοντας μετανάστευσε στην Ιταλία, και έφτασε ως την Ελβετία διδάσκοντας τα ελληνικά.
Η αλληλογραφία του με τον μεγάλο ελληνιστή Μαρτίνο Κρούσιο (Martin Crusius/Kraus) είναι αποκαλυπτική των συναισθημάτων ενός Έλληνα της εποχής όσον αφορά στον Ελληνισμό, στη μόρφωση των Ελλήνων, και στην κατάντια των συγχρόνων, μη κρύβοντας όμως την περηφάνια του για την διάδοση των ελληνικών γραμμάτων σε μη Έλληνες.

Ξεκινώ με την επιστολή του Κρούσιου προς τον Φραγκίσκο Πόρτο, με ημερομηνία 2 Σεπτεμβρίου 1570:

«Προ πολλού μεν ήδη σπουδάσας γνώριμος τινι των Ενετίησι διαγόντων Ελλήνων γενέσθαι, της μου προθέσεως απέτυχον μέχρι δεύρο, ουκ ειδώς το αίτιον τι, έπειτα δε, πυθόμενος τα περί σού, σοφώτατε άνερ, ως Έλληνός τε το γένος όντος, και της ελληνικής παιδείας ευ μάλα έχοντος, και εν Γενεύη ταύτης προεστώτος, σφόδρα εχάρην…

…Επιθυμώ τοίνυν, λογιώτατε κύριε, υπο σου γνωσθήναι, ως της Ελλάδος φωνής και του ελληνικού έθνους (φεύ της αυτού υπο τοις βαρβάροις δουλείας) θαυμαστής τε και φίλος, ως ουδείς των ομοεθνών μάλλον βούλομαι ούν, όσον δύναμαι, δεηθήναι σου, συγγνώμην μοι της τόλμης απόνείμαι, καμέ τουμού πόθου επιτυχή καταστήσαι, λίαν ησθησόμενο, ει εκ των της ονομαστοτάτης Ελλάδος λειψάνων, καν ενός την γενέαν Έλληνος ανδρός, Γερμανός ών, γνώσεως και προσρήσεως ευτυχοίην. Εύλπις δ’άρα ειμί, τεκμαιρόμενος τω προσηνεί και κομψώ, ών υπο σού εκδοθέντων επιγραμμάτων και επιστολών εν διαφόρων βίβλοις είδον. Χαρισαίο τοίνυν, Ελλήνων άριστε, καπειδάν κατά τούτο χαρίση,…»(6)

Η απάντηση του Φραγκίσκου Πόρτου είναι άκρως ενδιαφέρουσα:

«…, τοσαύτην όμως σπουδήν ποιείς του γνώριμος γενέσθαι ανθρώπω, Έλληνι μεν το γένος, τάλλα δε, παιδείας και καλών των τοις των Ελλήνων σοφοίς υπαρχόντων, ή παντελώς αμοιρούντι ή μετριώτατα μετέχοντι, εδάκρυσα δε τοσαύτην ακαταστασίαν και τύχης μεταβολήν γεγονέναι, ως τας Αθήνας, την της Ελλάδος Ελλάδα, το φώς της οικουμένης, τον ιερόν των Μουσών σηκόν, την απασών των υφ’ήλιον ελευθερωτάτην πόλιν δουλεύειν (φεύ) νύνι βαρβάροις, και ολέθροις και ούδ’αυτό το περιφανέστατον όνομα διασώζειν, παιδείαν δε και λόγους αλλαχού της γής, εν εθνέσιν αλλοδαποίς (Βρετανοίς εσχάτοις, Κέλταις και Γερμανοίς) ασκείσθαι και διάσημον είναι. Ταύτην εδάκρυσα την τύχην, αναγνούς την σην επιστολήν, και διεξελθών τα καθ’έκαστον αυτής μετ’εκπλήξεως.

Ου μην, αλλ’επειδή των πάντων διαδοχή και ουδέν εστι των όντων, όπερ ποτέ εις πείραν μεταβολής ούκ έρχεται, οιστέον γεναιώς το πεπρωμένον και στερκτέον, ότι εν αλλοφύλοις έθνεσιν, και πορρωτάτω της γης οικούσιν υπό πλείστων και τοιούτων, οίος εί συ, ανδρών το της Ελλάδος όνομα, δίκην μητρός γνησίας τιμάται και στέργεται και φαίνεται τριπόθητον είναι…»(6)

Την ίδια περηφάνια δεν ένοιωθε όμως για την οικειότητα ξένων με τα ελληνικά γράμματα και σοφία, ο Μιχαήλ Ψελλός, τον 11ο αιώνα, μισή χιλιετία πρινκαι από τις σπουδαιότερες μορφές που έδωσε το Βυζάντιο , καθώς θεωρούσε ντροπή να καυχιόνται οι ανατολικοί λαοί(Άραβες, Πέρσες κ.α.) για την σοφία των Ελλήνων:

«Την δε των Ελλήνων σοφίαν προθέμενος επαινείν απολοφύρεται ως εικός, ότι δέον τους γνησίους του λόγου κληρονομείν, το βάρβαρον και αλλότριον τον πλούτον της σοφίας ουδέν προσήκοντα διεδέξαντο. Και η μεν Ελλάς σχεδόν άπασα και η άποικος Ιωνία των πατρώων ακριβώς εξεκόπησαν, ες Ασσυρίους δε και Μήδους και Αιγυπτίους ο κλήρος μετωχετεύθη, και τοσούτον η τάξις αντέστραπται, ως βαρβαρίζειν μεν τους Έλληνας, ελληνίζειν δε τους βαρβάρους, και Έλλην μεν ανήρ, ούτω συμβάν, ες Σούσα ή Εκβάτανα αφικόμενος τα πάλαι του Δαρείου ανάκτορα και Βαβυλωνίοις συγγενόμενος, ακούσεται περί ων ελληνίζων ούκ ήκουσε, και θαυμάσεται των ανδρών έκαστον , και τότε πρώτον ίσως γνώσεται ότι σοφία του παντός. Αλαζών δε τις είς ημάς παραγενόμενος βάρβαρος και τοις εν τη Ελλάδι και τη καθ’ημάς απάση ηπείρω εις ομιλίαν εληλυθώς, ουδ’ημιόνοις τοις πολλοίς συγχωρήσειεν, αλλ’όνοις άντικρυς, οι γαρ πλείους ουδ’εξ ημισείας ούτε την φύσιν, ούτε το υπέρ ταύτην επίστανται, …»(7)

Ένα ακόμα σπουδαίο μνημείο των Ελληνικών ιδεών του 16ου αιώνα είναι το παρακάτω υπόμνημα της Κρητικού Αρχιεπισκόπου Μονεμβασίας Αρσένιου Αποστόλη προς τον πάπα Παύλο τον Γ’, παραπονούμενος για τις αδικίες που υφίστανται οι Έλληνες από τους Βενετούς κατακτητές:

Μάχονται Αγαρηνοί Χριστιανοίς, αμφότεροι δε τοις ταλαιπώροις Γραικοίς, εκείνοι μεν γαρ το ημάτερον βασίλειον ανηλεώς ηνδραπόδισαν και τας πόλεις κατέσκαψαν και το γένος ημών εις τα της γής πέρατα, ώσπερ τινάς Αιγυπτίους αγύρτας, περιπλανάσθαι και περιέρχεσθαι διεσκέδασαν, των δ’Εσπερίων τινές(σ.σ.εννοεί τους Βενετούς) ουχ όπως ουκ ανίστανται προς εκδίκησιν του γένους ημών, αλλ’εί τι και πόπανον υπό των θεοστυγών εκείνων είη που καταλελλειμμένον εν τη Ελλάδι, κακείν’αρπάζοντες κατεσθίουσι, πέμποντες ημίν ανηλεείς τινας επιτρόπους, μάλλον δ’ειπείν τελώνας, οίς των επισκόπων πωλούσι τα εισοδήματα, οίς ουκ αρκεί κουρεύειν εν χρώ τα ταλαίπωρα πρόβατα, και το γάλα εκπίνειν και κατεσθίειν γε τον τύρον, αλλ’ουδ’αυτών των δερμάτων απέχονται….

…Τα πατρώα αιτούμεν, παναγιώτατε, και ταύτα μέρος εκείνων πολλοστημόριον. Ούκ αιτούμεν σκιάδιον πορφυρόβαφον, πολυτελές τε και πολυπρόσοδον, καίτοι ούδ’απεικός ήν ένα ή δύο των Ελλήνων εν τοσούτοις παντοδαποίς εναριθμείσθαι των καρδινάλεων, ουδέ ζητούμεν πολυτάλαντους αρχιεπισκοπάς, ούδ’επισκοπάς και αββαδίας των παχειών, αλλ’ολίγον τι φίλον τε….

…Ταύτην πέμπω τη υμετέρα παναγιότητι, ώστε ζωώσαι αυτήν, εμπνεύσαντα ζώσαν ψυχήν τω παναγιωτάτω σου στόματι, και τότε δη τους των Ελλήνων λόγους αναζωπυρώσεις τα λοίσθια πνέοντας, και δείξεις εν Ελλάδι Ιταλούς ελληνίζοντας και Έλληνας ιταλίζοντας, εκατέρους αρίστους ταιν γλώτταιν(8)

Συνεχίζεται…

(1) Gabrielis Severi et aliorum Graecoum recentiorum epistolae,1754, σ.132.

(2) Marci Musuri praefation ad Pausaniam mense Iulio, a.1516, Venetis editum

(3) Νεοελληνική Φιλολογία, ήτοι Κατάλογος των από πτώσεως της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας μέχρι εγκαθιδρύσεως της εν Ελλάδι βασιλείας, τυπωθέντων βιβλίων παρ’Ελλήνων εις την ομιλουμένην, η εις την αρχαίαν ελληνικής γλώσσαν. Ανδρέου Παπαδόπουλου-Βρετού, Αθήνα,1854, σελ.298

(4) Voyage du sieur Paul Lucas, fait par ordre du roy dans la Grèce: L'Asie ... ,Paul Lucas, σελ.317.

(5) Ελληνομνήμων ή σύμμικτα ελληνικά : σύγγραμα ελληνικόν, Μουστοξύδης, Ανδρέας, 1847, αρ.10, σελ. 598

(6) Δ. Καμπούρογλους, Μνημεία της ιστορίας των Αθηναίων επί Τουρκοκρατίας, τ. Α`, σελ.72.

(7) Bibliotheca Graeca Medii Aevi, τομ.Δ, Κ.Σάθας, σελ.XLVII, παρ.Κώδιξ Παρις., φυλ.50.

(8) Έκδοση των Σχολίων εις Ευριπίδην υπο Αρσενίου Αρχιεπισκόπου Μονεμβασίας, Legrand, Bibliographie Hellenique, τομ.Α, σελ.222-223.

Τρίτη 24 Νοεμβρίου 2009

Προς την Επανάσταση, ταυτότητα των Ελλήνων.(α)

Το γεγονός της Επανάστασης του ’21, με το οποίο κυρίως θέλει να καταπιαστεί το ιστολόγιο της Κλεφτουριάς…, μόνο ένα απλό πολεμικό γεγονός δεν ήταν. Χρειάστηκε την πνευματική αφύπνιση των Ελλήνων, όπως εκφράστηκε από του λόγιους της Τουρκοκρατίας και πέρασε ύστερα στο λαό, η οποία είχε τις ρίζες της πολύ πριν τις αρχές του 19ου αιώνα.

Θα προσπαθήσω παραθέτοντας κάποια κείμενα από την ύστερη βυζαντινή εποχή ως τους τελευταίους αιώνες της τουρκοκρατίας, να αντιληφθούμε τα χαρακτηριστικά της συνείδησης των Ελλήνων/Ρωμιών, σε σχέση με την καταγωγή τους, τη γλώσσα τους, τους δεσμούς μεταξύ τους, το όνομά τους, τη σχέση τους με τους προγόνους τους, τη σχέση του με τους γείτονες(αλλόγλωσσους-αλλόθρησκους) τους κ.α.

Θα αρχίσω με δύο σπουδαίους λόγιους, Επτανήσιους του 15ου-6ου αιώνα.

Ο πρώτος είναι ο μοναχός Παχώμιος Ρουσάνος, επονομαζόμενος και Ρακενδύτης, γεννημένος στη Ζάκυνθο το 1509, και μόνασε στη Μονή του Αγίου Γεωργίου των Κρημνών στο ίδιο νησί.

Δεν απομακρύνθηκε από τον τόπο του παρά μόνο όταν επρόκειτο να ταξιδέψει για να προσκυνήσει στα Ιεροσόλυμα, έχοντας την ευκαιρία να γυρίσει πολλά μέρη της Ελλάδας, από την Ήπειρο, τη Θεσσαλία, το Άγιο Όρος(οπου μόνασε για μικρό χρονικό διάστημα) ως τη Χίο, τη Λέσβο(όπου ίδρυσε και κάποια σχολεία), και σε πολλά άλλα μέρη μέχρι και την Ιταλία.

Ο λόγος που παραθέτω το παρακάτω πολύ ενδιαφέρον κείμενο του Παχώμιου, είναι η πολύ σπάνια για την εποχή του «διαλεκτολογική έρευνά» του, αλλά κυρίως η ενότητα, παρά τις όποιες διαφορές, που δείχνει να αντιλαμβάνεται ο καλόγερος στους ελληνικούς πληθυσμούς από την Κέρκυρα, ως την Κύπρο, την Μακεδονία τη Θράκη και τον Πόντο, μέχρι την Απούλια και την Κάρπαθο.

Φαίνεται επίσης να τον ανησυχεί το φαινόμενο της αλλοίωσης της γλώσσας, είτε από αμάθεια έιτε από ξένες επιρροές.

«Η των Ελλήνων Διάλεκτος, η αυτή τοις πάσιν ήν εξ αρχής, μηδέν διαφέρουσαν, ήγουν η κοινή, επεί δε διεσπάρησαν κατά φυλάς, το ακοινώνητον και τινα διένεξιν ήνεγκε, και τοσούτω μάλλον, όσω και μετανάσται κατά διαφόρους καιρούς εγένοντο, πρώτον μεν γάρ Ίωνες τε και Αιολείς και Δωριείς και Αττικοί, οι μέν αυτών εν Πελοποννήσω ώκουν, οι δε, εκτός ταύτης και Δωριείς μεν, τα προς ανατολάς Πελοποννήσου, Ίωνες δε, τα προς δυσμάς, Αιολείς δε, περί τον κορινθιακόν κόλπον, ο και Αχαΐα λέγεται, μεθ’ούς Αττικοί οι και Αθηναίοι, κατά την Ατθίδα, μέρος της Ελλάδος, μετά δε ταύτα Ίωνές τε και Αιολείς μετώκησαν εις Ασίαν την κάτω. Δωριείς δε και εις τας νήσους. Ταύτα δη και Αττικοί πεπόνθασιν , εξ ου συνέβη δια το ανεπίμικτον την μίαν διάλεκτον διαιρεθήναι εις τέσσαρας, την κοινήν μεν, και ούτω πέντε διάλεκτοι παρά τοις ποιηταίς και συγγραφεύσιν εξεδόθησαν, αυτή τε η καταρζάς, ήγουν η κοινή, και Ιάς, Ατθίς, Δωρίς, Αιολίς, διαφέρουσαι κατά τινα την κοινής, ων αρχαιοτέρα τε και επικρατεστέρα έοικεν η των Ιώνων, ου μόνον ότι παρά των παλαιών ποιητών φέρεται, οίον Σιβύλλης και Ορφέως, Ομήρου τε και Ησιόδου και των τοιούτων, άλλ’ότι και παρά των νέων αυτή επικρατεί ώσπερ η Ατθίς, επι των ρητόρων, οίον Γοργίου, Αισχίνου, Δημοσθένους και των λοιπών.

Νυν δε αι τοιαύται διάλεκτοι ηλλοιώθησαν εκμιγείσαι, και παντελώς εξεβαρβαρώθησαν τω ρεόντι του χρόνου, όθεν και το αίτιον της αγνοίας της καθ΄ημάς γραφής, απολεσάντων ημών και την κοινήν διάλεκτον μετά του τεχνικού, όθεν έστιν ιδείν εν τήδε μεν τη χώρα κατά την πάλαι παράδοσιν τινά της γραφής ομολογούντας, εν ετέρα δε έτερα, και εν άλλη άλλα, όπερ δια την αγροικίαν τινών πειράσομαι αποδείξαι, «φρέαρ» τινές εν τη Αχαΐα λέγουσι την ορωρυγμένην πηγήν, και «λέβητα» και «κακκάβην» την χαλκήν χύτρα, ά παρά των εν Μακεδονία αγνοείται, ώσπερ τινά τούτων αγνοείται παρ’εκείνοις, οίον «στιβή, κόνυζα, μυρσίνη», οι δε Κρήτες αγνοούσι πολλά τοιαύτα, λατινικώς λέγοντες διά την τούτων επιμιξίαν, ήτοι τον στενωπόν , την ρύμην και εν λαχάνους δαύκον, κρόκον, βούβλωσσον, μακεδονήσιον, σάψυχον, και τον λέβητα κατ’ολίγον βαρβαρώσαντες, λαβένζι λέγουσιν, ομοίως και εν ετέροις. Έστι δ’ουν όμως ά των ονομάτων και ελληνικώτερον εκφέρουσιν υπέρ τους εν ταις άλλαις χώραις, οίον, έριφον, αίγαν, κολοιόν, κορυδαλόν, στρύχνον, βρυωνίαν. Ομοίως και τινα ρήματα άπερ ούκ οίδασιν εν ετέραις χώραις αλλ’άλλα τινά εις άλλον νούν πίπτοντα, οίον αδημονείν, ειρωνεύεσθαι, και οι εν ταις ημετέραις χώραις ούκ οίδασι διαφοράν πηγής και κρουνού, αλλ’άπαντα βρύσιν καλούσιν, οι δε εν Κεφαλληνία εσθ’όπου και πηγήν, και οι εν Σωζόπολει τη κατά Πόντον, κρουνόν που, και οι εν Αδριανουπόλει ικρία λέγουσι τινα επομήκη ξύλα, στάβαρα δε αντί τους σταυρούς εν Μακεδονία, τα εν τοις φραγμοίς, διατόνια δε οι Ζακύνθιοι τα πλαγίως τούτων τιθέμενα επιμηκή. Και οι μεν ημέτεροι αντί του ανάστα, σηκώθητι λέγουσιν , οιονεί, κουφίσθητι, οι δε Κύπριοι, ελλειπτικώς, άνα, και οι Κερκυραίοι ομοίως το εξής, άστα. Ωσαύτως Κύπριοι και Κρήτες γραφικώς λέγουσι το χαμαί και αριστερά, έτεροι δε βαρβαρικώτερον ταύτα λέγουσι, και αντί του χαμαί κάτω λέγουσι, το δε κάτω, σχέσιν έχει προς το άνω.

Και οι κατά την Απουλίαν και Σικελίαν, τινά κατά τον νόμον της γραφής προφέρουσιν, οίον, έκλασε τον άρτον, και άρτι παραγέγονα. Και Καπάρθιοι, ήμην λέγουσιν, αντί του υπήρχον, ως δε Αρτακήσιοι και Κυζικηνοί εδάρθηνα λέγουσιν, όπερ οι κατά την ημετέραν διάλεκτον εδάρθηκα λέγουσιν, οι δε Πόντιοι, εδάρθην, ομοίως και λεπάδας, όστρεά τινα, και βραγχία τα του ιχθύος, ώσπερ δήτα και Ελλησπόντιοι. Εύρηται δε ταύτα ούρω και παρά ποιηταίς τε και φιλοσόφοις. Οι δε πλείους εν τη καθ’ημάς χώρα, σύρε λέγουσι, αντί του, ύπαγε, έστι δε ελλειπτικόν, αντί του σύρε τους πόδας, ή έλκε την οδόν. Τινές το άνω και έσω κατά αρχαίαν συνήθειαν επί των αροτριών των βοών λέγουσι, μη επιστάμενοι τούτο εξ αμαθία εν ετέροις χρασθαι, νομίζοντες, ότι τοις βουσί τούτο ίδιον οι βοών αλογώτεροι. Αλλά και παρά γυναιξίν έστι τινα εκφερόμενα σχετλιαστικά επιρρήματα κατά τους παλαιούς οίον , το ίου, το αιβοί, ομοίως και παρά Λεσβίοις το ά εκπληκτικόν όν, ή ποιητικώς προφέρεται, και το τέως χρονικόν, απερώμενοι δε ποτε αλλήλους, καρκίνος λέγουσι, κατά επικράτησιν παλαιάν , ούκ οίδασι δε διόπερ τούτο λέγουσιν , έστι δε τούτο παρ’ιατροίς πάθος τι συμβαίνον πολλάκις εν τοις των γυναικών μαζοίς, και ο παρ’ημίν κάβειρος, και το μεν κοινόν ούκ οίδασι, το δε πάγκοινον τέως γινώσκουσιν αλόγως καθά δη και οι εν Πόντω, ηλάριον μεν ίσασι το καρφίον, ήλον δ’ού, και οι εν Κύπρω, ιππάριν μεν, ουχί δε και ίππον, ως δήπου και οι εν τη ημεδαπή, δοκάριον μεν γινώσκουσι, δοκόν δ’ήκιστα, και τοι όμοιον τούτο ως είποι τις ξύλον και ξυλάριον, και νησσάριον οίδασι την λιμναίαν όρνιν, νήσσαν δ’ουδόλως, και παρίππιον συνθέτως και παραγώγως, είθουν παρασυνθέτως γινώσκουσιν , ου μην δε ίππον, αλλ’άλογον , άλογον δε, ου μόνον ίππος, αλλά και βούς και όνος, και όσα λόγον ουκ έχουσιν, και ψιλούν λέγουσι τον αγρόν και εξυλούν, όπερ αλλαχού ελοκοπείν, αλλ’ούτε ούτοι, ούτε εκείνοι γιγνώσκουσι τι έστι ψιλόν και τι ύλη, και τι έλος, εκ τούτων γάρ τα παρ’αυτοίς ρήματα. Ομοίως και οι Αθωνίται, το άπαξ επίρρημα ποσότητος, και δίς λέγουσι και ούτοι και οι πλείστοι, ως όταν λέγωσι, δις την ώραν, αν δ’ακούωσι τούτο εν βιβλίω, ου συνιούσι, και οι μεν Κύπριοι επί εικασμού, ίσως λέγουσιν, οι δε λοιποί, τάχα, και τινες εν ταις νήσοις τον στοχασμόν γινώσκουσιν, έτεροι δε ουδαμώς.

Και άλλοι μεν το ω κλητικό επίρρημα, άλλοι δε αντί τούτου, το έ, και άλλοι αντί του βλέπειν τηρείν λέγουσιν, άλλοι θεωρείν, άπερ εις άλλον νούν έρχονται, ει και τινα οικειότητα έχουσιν, άλλοι , κυττάζειν, ίσως από του κυπτάζειν, και οι μεν Κυθήριοι τας μετοχάς έχουσιν εν συνηθεία, άλλοι δε σπανίως, και ούχ ως δεί.

Και άλλοι το ιδίωμα ποσώς αναφέρουσιν , άλλοι το ίδιον, και άλλοι το ποσόν, μη γινώσκοντες δε το ποιόν, και τοι ώσπερ το ποίον αοριστούμενον γίνεται ποιόν, ούτε και το πόσον ποσόν. Ζακύνθιοι δε φιλούσιν ιδίως καλείν σκοπόν, τινά παρ’αυτοίς σκοπιάν. Και Μηθυμναίοι, λειμώνα, λειβάδιον τι. Ανέμων δ’ονόματα κρειττόνως οίδασι Πόντιοι, ούτοι έχω λέγουσιν, όπερ έτεροι, δεν έχω. Και Κρήτες ίντα θες, αντί του τι θέλεις, και τι λές, έτεροι, αντί του τι λέγεις, άπερ κατά αφαίρεσιν ,ή αποκοπήν τε και συγκοπήν των συλλαβών ούτω φέρεται, ήτοι από του ουδέν αττικού, δεν, αντί του ού, και από του τι ένι το, και τι ένι τα, τίντο και τίντα, ως παρά Λεσβίοις, εξ ου παρά Κρησί και άλλοις ραθύμοις, το ίντα και σχεδόν ουδέν της γραφής ρήμα, όπερ μη εν τη οικουμένη φέρεται, ει δε και τινα ου φέρεται, ουδέν θαυμαστόν, πολλά γαρ εν λήθη και αλλοιώσει γεγόνασιν, εξ αμελείας και της επιμιξίας των βαρβάρων, ως εν τοις ήδη ρηθείσι βραχέσι ρήμασιν αποδέδεικται, πόσα γαρ ονόματα πετεινών, ερπετών, τετραπόδων, φυτών, ιχθυών, ζωυφίων τε και κνωδάλων, και των λοιπών των εν τω κόσμω ούκ οίδαμεν ; Πώς ουν άκουσαντες εν τη γραφή ταύτα νοήσωμεν ; Και γάρ κατ’αρχάς τα ονόματα ετέθησάν τε και διωρίσθησαν εκάστω είδει των κτισμάτων δια την χρήσιν και ωφέλειαν την εξ αυτών, και τας διαφόρους ενεργείας εκάλεσε γαρ φήσιν Αδάμ ονόματα πάσι τοις κτήνεσι, και πάσι τοις πετρινοίς του Ουρανού και πάσι τοις θηρίοις της γής.

Αλλά και Σολομών οίδεν αστέρων θέσεις, και φυτών φύσεις και βοτάνων. Έστι δ’ότε και οι τηλού των αγρών οικούντες, ελληνικώτερόν τε και τεχνικώτερον λαλλούντες των αστικών εξ απλότητος, οι γαρ κατά τας πόλεις εκ κενοδοξίας, εις το ευσχημονέστερον βουλόμενοι μεταγάγειν τας λέξεις μάλλον φθείρουσι, και τους κωμήτας και αγροίκους αλόγως σκώπτουσι και μυκτηρίζουσιν, ομοίως και τοις αλλοπαποίς επιγελώσι, και έθνος έθνει ετέρω, και πόλις πόλει, ότι ου ταύτα λαλούσι, μη ειδότες ά διαβεβαιούνται.

Ταύτα δε πάσχουσιν εξ αμαθίας, ως είρηται, ο γαρ Θεός εξ αρχής τελείς και τεχνικάς διένειμε τας διαλέκτους εν τοις έθνεσιν, ως δέδεικται, μετά δε ταύτα, ούτω κατεστάθησαν ού μόνον γάρ η ημετέρα διάλεκτος ούτως ηλάττωται και ηλλοιώται, αλλά και των λοιπών εθνών. Και τούτων μέν, μάλλον ηλάττωται, ηλλοίωται δε μάλλος η ημετέρα, δια την διασποράν την γενόμενην εις διαφόρους τόπους, τα γαρ λοιπά έθνη ουκ εισίν ούτως εξηπλωμένα εις διαφόρους επαρχίας τε και πατριάς, όθεν και η γραφή παρ’αυτοίς απλουστέρα, αλλ’ούχι και ποικίλη και δαψιλής εν ταις λέξεσι, δια το στενόν της γλώσσης, όπερ συνέβη αυτοίς δια το των χώρων ανεπιτήδειον, ουδεμία δε η εντεύθεν βλάβη, καν εκ της μερικής είπης εναλλαγής, καν εκ της γενομένης καθόλου επι της πυργοποιΐας, ώσπερ γαρ δια των διαφόρων αυτού ποιημάτων δοξάζεται ο Θεός, ούτω δη και εκ των διαφόρων διαλέκτων, και γαρ το πολύτροπον , των τρεπτών ίδιον. Ει δε τις έρει, ότι δια το διάφορον της γλώσσης αι αλλεπάλληλοι μάχαι και οι πόλεμοι, ψεύδος ερεί δηπουθεν, ουκ ειδώς των Ελλήνων τους εμφυλίους πολέμους, ωσαύτως και των βαρβάρων, μάλλον δε δια το διαφέρειν ημάς κατά την διάλεκτον, έκαστος εν τοις όροις μένει τοις ιδίοις, μισών την αλλοδαπήν.

…» (1)

Ο άλλος σπουδαίος λόγιος της μεταβυζαντινής, επίσης Επτανήσιος υπήρξε ο Νικόλαος Σοφιανός από την Κέρκυρα. Γεννήθηκε στις αρχές του 16ου αιώνα και πέθανε στη Ρώμη, όπου και έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του το 1551.

Ενδεικτική του πατριωτικού αισθήματος του Σοφιανού, που χαρακτήριζε και την πλειονότητα των Ελλήνων λογίων την περίοδο της Τουρκοκρατίας(τρεις αιώνες περίπου πριν την ίδρυση του ελληνικού κράτους…….), είναι η παρακάτω επιστολή του προς τον επίσκοπο Μυλοποτάμου και Χερρονήσου Διονύσιο.

Ο Σοφιανός καταλαβαίνει και τονίζει ότι η αφύπνιση του Γένους, προϋποθέτει παιδεία, ελληνική, και θλίβεται με το μέγεθος της απαιδευσίας που επικρατεί στο Γένος.

Το μήνυμα του Σοφιανού είναι ότι μόνο μέσα από την εκλαΐκευση των αρχαίων κειμένων το γένος θα πάρει αυτά που χρειάζεται αφού μόνο αν αποδωθούν στη σύγχρονή του λαλιά είναι χρήσιμα.

Παρακάτω παραθέτω κάποια αποσπάσματα από κείμενα του Σοφιανού ενδεικτικά της συνείδησης του Γένους της εποχής, που θρηνούσε την άθλια κατάστασή του αλλά ήλπιζε και περηφανευόταν για την παράδοσή του, και ειδικά για τη γλώσσα του:

«Βλέποντες, θεοφιλέστατε δέσποτα, ότι δια την μακράν και πικροτάτην δουλοσύνην το ημέτερον γένος εξέπεσε, και ουδέ καν αναθυμάται την προκοπήν οπού είχαν οι πρόγονοί μας, με οποίαν άφησαν εις όλην την οικουμένην λαμπράν και αθάνατον δόξαν, ηθέλησα πολλάκις περί τούτου να συμβουλευθώ και να κοινολογήσω το πράγμα με όσους σοφούς και πεπαιδευμένους και κατά αλήθειαν ευγενείς και λέιψανα της αθλίας και δυστυχούς αρχαίας Ελλάδος, λέγω τον ενδοξότατον και δοχείον των αρετών Αντώνιον τον Καλλιέργην, όπου εις μόνον αποκρατεί το αξίωμα των ημιθέων εκείνων ηρώων και η λαμπρότης της ελληνικής ευγενείας, και με τον άριστον και δοκιμώτατον ιατρόν και όντως άλλον Ιπποκράτην Άγγελον τον Φορτίαν, και με τον περίφημο λογιώτατον Αντώνιον Έπαρχον τον δημόσιον διδάσκαλον της λαμπροτάτης πόλεως των Βενετιών, με τον καλόν και συνετώτατον Κωνσταντίνον τον Ράλλην, και το άνθος της καλοκαγαθίας Μαθίαν τον Άβαριν, με τον μέγα και σεμνόν Γεώργιον τον Κορίνθιον, με τον σοφόν Ερμόδωρον τον Ζακυνθηνόν(σ.σ. Ερμόδωρος Λήσταρχος), με τον σώφρονα και σπουδαιότατον Καντίνον τον Τριβώλην και τον τούτου πατέρα Ιάκωβου τον ιλαρώτατον και χαριέστατον ποιητήν , με τον γλυκύν και σπουδαίον Μιχαήλ τον Ρωσσαίτον, με τον λόγιον και πεπαιδευμένον Νικόλαον τον Χίον, με τον μεγαλοπρεπέστατον και πολιτικώτατον ρήτορα Φράγκον τον Τελουντάν, και έτι με τον ευγενέστατον Ιωάννην τον Παλαιολόγον, άνδρα επιεική και σώφρονα, όπου η σοφία και προκοπή τους άδεται εις όλην την οικουμένην, και να μη μακρολογώ και με πολλούς άλλους, όπου έτυχαν εδώ, είχα συμβουλευθή με ποίον τρόπον ήθελε διορθωθή το πάθος τούτο της απαιδευσίας και να γυρίσουν εις το καλόν, και όλοι από μίαν γνώμη ήσαν ότι αν ήθελαν διαβάσει και να γροικήσουν τα βιβλία όπου άφηκαν εκείνοι οι παλαιοί και ενάρετοι άνδρες, εύκολα ήθελε διορθωθή η απαιδευσία όπου πλεονάζει εις τους πολλούς.


Δια τούτο λοιπόν ώρμησα και εγώ, με γνώμην και παρακίνησιν των ειρημένων ελλογίμων και ευγενών ανδρών, από όσον δύναμαι, θεού οδηγούντος, να μεταγλωττίσω και να πεζεύσω από τα βιβλία όπου να έναι χρήσιμα και ωφέλιμα εις το να ανακαινισθή και να αναπτερυγιάση από την τόσην απαιδευσίαν το ελλεινόν γένος. Και δια τούτο μάλιστα ηθέλησα να ποιήσω την αρχήν από το βιβλιάριον τούτο του Πλουτάρχου, οποίον λέγεται περί παίδων αγωγής και ημείς το ωνομάσαμεν παιδαγωγόν, διότι αυτό μας παιδαγωγεί και διδάσκει από την αρχήν πώς να γεννηθή και ν’ανατραφή το παιδίον ευγενικά, και απ’εκεί πώς να παιδευθή και να γένη ένδοξος και ενάρετος άνθρωπος ωσάν ήσαν οι πατέρες μας. Και πάλιν είχα πέσει εις μεγάλην απορίαν πως έναι δυνατόν να πιστεύσουν οι πολλοί τα λόγια του παιδαγωγού, αν δεν έχουσι και παράδειγμα το ποίας λογής πρέπει να έναι ο πεπαιδευμένος άνθρωπος, αν ουδέν τους παραστήσωμεν τον βίον και την διαγωγήν της αρχιερωσύνης σου, και όλοι ομού να σπουδάζουσι να μιμούνται την μεγαλοψυχίαν την ελευθεριότητα οπού δείχνεις καθ’εκάστην εις όλους, κοντολογία, τάς άλλας αρετάς οπού στολίζουσι την ιεράν σου και γενναίαν ψυχήν , όπου ουδέ αυτός ο Πλούταρχος μετά ευκολίας τας ήθελεν αφηγηθή.

Λοιπόν αν γένη τούτο και όλοι, ή οι περισσότεροι πιάσουσι τούτον τον δρόμον, εύκολα και από την δουλοσύνην και από άλλα πάθη όπου έναι χειρότερα και από αυτήν την δουλοσύνην ήθελαν λυτρωθή. Και αν ούτω ποιήσουσι, οποίον θέλομεν το γνωρίσει και ημείς από την πούλησιν των χαρτίων, θέλομεν τους δώσει και τα επίλοιπα του Πλουτάρχου βιβλία , και πολλούς και χαριεστάτους διαλόγους του Λουκιανός και άπειρα της ιεράς θεολογίας, είδ’άλλως, όπερ ούκ οίομαι, το ού φροντίς Ιπποκλείδη ηπαροιμία έρει, και ημείς ανακάμψομεν εις την φιλοσοφίαν αυτήν και την φίλην ημίν και συνήθη γεωμετρίαν. Ο θεός να φυλάξη την αρχιερωσύνην σου εις χρόνους πολλούς και καλούς.(2)

«Επειδή εις τέτοιαν κακήν τύχην κατήντησε το πάλαι ποτέ μακαριστόν γένος ημών των Γραικών, ότι μόλις ευρίσκεται τώρη διδάσκαλος οπού να ’ναι ικανός να διδάσκει τους νέους καν την γραμματικήν τέχνην, πόσω μάλλον ρητορικήν και λογικήν, γεωμετρίαν και αστρονομίαν και τ’ άλλα της φιλοσοφίας τα μέρη.»(3)

«Διότι οι επιστήμες μαθαίνονται όχι μόνον με την ελληνικήν γλώσσαν, αμή και με πάσαν άλλην γλώσσαν όπου να ’ν’ ανάμεσα στους ανθρώπους, καλά και αν ήτον η βαρβαρώτερη του κόσμου, πόσω μάλλον η εδική μας ομιλία, η κοινή λέγω, οπόχει τέτοιαν ευταξίαν και αρμονίαν και καλλωπισμόν, όπου, ως εγώ νομίζω, άλλη να μηδέν έναι όπου καν να της σιμώνει.» (4)

(1) Patrologiae cursus completus, Jacques-Paul Migne, τ.98, σελ.1349.

(2) Ελληνομνήμων ή Σύμμικτα Ελληνικά Απρίλιο 1843, σελ.252.

(3) Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Λίνος Πολίτης, έκδ.8η, σελ.58.

(4) Ιστορία του γλωσσικού ζητήματος: Μέρος Α΄. Αιώνες γλωσσικών αλλοιώσεων: Ήτοι πρώται αρχαί και πορεία της γραφομένης νεοελληνικής γλώσσης: 300 π.Χ.-1750 μ.Χ, Αν.Μέγας.

Πέμπτη 22 Ιανουαρίου 2009

Ο θάνατος του Οδυσσέα


Ίσως ένας από τους πιο παρεξηγημένους αγωνιστές του Εικοσιένα από την μετεπαναστατική ιστοριογραφία στέκεται ο Οδυσσέας Ανδρούτσος. Είναι αλήθεια ότι από την προεπαναστατική του δράση είχε αποκτήσει αντιπάθειες λόγω κυρίως της συναναστροφής του με τον μέντορα του Αλή πασά.
Όταν ήρθε όμως η ώρα δεν άργησε να ταυτιστεί με τον σκοπό του Αγώνα. Δυστυχώς, ίσως λόγω της ευφυΐας του συνδυαζόμενη με τις στρατηγικές του ικανότητες και ακόμα παραπάνω, της ικανότητάς του να βλέπει όσο κανείς άλλος την ανάγκη για κοινωνική αποκατάσταση μετά την εθνική υπήρξε εχθρός του συμπλέγματος του Μαυροκορδάτου(με την Σουλιώτικη φρουρά του) και του Υδραιοσπετσιώτικου τοπικισμού ο οποίος έχοντας και οικονομική ισχύ αλλά και στρατιωτική ήταν καθοριστικός παράγοντας για τα δυστυχήματα της Επανάστασης. (1)

Ενδεικτικά του χαρακτήρα του Οδυσσέα είναι τα δύο γράμματα του, τον ένα προς τους Γαλαξιδιώτες και το άλλο προς τον Αναστάση Λόντο που τα παραθέτω σε προηγούμενες δημοσιεύσεις.(http://kleftouria.blogspot.com/2008/04/1821-5.html).
Αφήνοντας στην άκρη της πράξεις της ζωής του θα παραθέσω κάποια πράγματα για τις πράξεις του λίγο πριν το τέλος της…
Όπως είπα ήταν εχθρός του φαναριωτοϋδραίικου συστήματος και εξαιρετικά αγαπητός στον λαό της Ανατολικής Στερεάς. Φυσικά δεν έλειψαν και οι ενέργειες σκληρότητας που επέδειξε σε ορισμένες περιπτώσεις ο Οδυσσέας(βλ.σφαγή Νούτσου-Παλάσκα). Την πρώτη αλήθεια όμως την αποτυπώνει και ο Βρετανός Humphreys(2) όπου λέει για τον Ανδρούτσο:

«Ανάμεσα στους προύχοντες και τους πλούσιους δεν ήταν αγαπητός, γιατί γύρευε τα βάρη του πολέμου να τα μοιράζονται όμοια πλούσιοι και φτωχοί, πράμα ολότελα αντίθετο στην καθιερωμένη συνήθεια».
Οι εχθροί του δεν αρκέστηκαν φυσικά στην αντιπάθεια εκ του μακρόθεν…αλλά γύρεψαν να τον φάνε. Να πως περιγράφει ο ίδιος σε γράμμα του στον Στανχοπ(Stanhope)(3):

«Σας αναφέρω δε τούτο, διότι τρεις με επυροβόλησαν. Την πρώτην φοράν εις Ναύπλιον. Καθ’όλας αυτάς τας περιπτώσεις συνέλαβα τους ενόχους και τους παρουσίασα προσωπικώς εις την Κυβέρνησιν. Εις την πρώτην περίστασιν η Κυβέρνησις είπεν ότι θα δικασθούν την επομένην. Το πρωΐ, ενώ εκαθήμην εις το παράθυρόν και επερίμενα την δίκην, εκ δευτέρου με επυροβόλησαν. Αμέσως έτρεξα και συνέλαβα τους κακούργους και τους παρουσίασα πάλι εις την Κυβέρνησιν, μ’απεκρίθησαν δε ότι την επιούσαν θέλουν δικασθή. Επερίμενα. Αλλά την επομένην είδα αιφνιδίως τους αυτούς να με πυροβολήσωσι δια τρίτην φοράν. Πάλιν τους συνέλαβα και τους παρέδωκα εξ νέου εις χείρας της Κυβερνήσεως και έκτοτε ανεχώρησα δια τον στρατόν. Μόλις δε είχα αναχωρήσει και εις το δρόμον λαμβάνω γράμμα από τον Σκώτο λοχαγόν Φίνλαιϊν, ο οποίος με παρεκάλει να ταχύνω προς αυτόν, επειδή η ζωή μου και η ιδική του ευρίσκοντο εις κίνδυνον, αφού ενταμώθημεν, επληροφορήθην, ότι η Κυβέρνησις έστειλεν έναν άνθρωπον, ο οποίος του επρόσφερε δέκα χιλιάδες τάλληρα, δια να παραδώσει την οικίαν μου(την σπηλιά του εννοεί) εις αυτόν τον απεσταλμένο… Είκοσι έως τριάκοντα άνθρωποι πληρωμένοι από τους αισχρούς κυβερνήτας μας παραφυλάττουσι να εύρουν ευκαιρία να με δολοφονήσουν».

Για να μην τα πολυλογάμε ο Ανδρούτσος αφού παραδόθηκε, φυλακίστηκε στον Φραγκόπυργο της Ακρόπολης(δεν υπάρχει τώρα). Και ίσως αυτό δεν ήταν αρκετό για την Κυβέρνηση που είχε τάξει την αρχιστρατηγία της Ανατολικής Ελλάδος στον πρώην φίλο του Δυσσέα, τον Γκούρα ο οποίος είχε ενταχθεί στον νταϊφά του Ανδρούτσου με αρμοδιότητα να του κρατάει το σκυλί, τον Σαμψώνη…
Καθώς βρισκόταν στο κελί του ο Ανδρούτσος τα ξημερώματα μεταξύ 4 και 5 Ιούνη ένας ήταν ο μάρτυρας της των δραματικών τελευταίων στιγμών του ο σκοπός Κωνσταντίνος Καλατζής. Γέρος πια εξιστόρησε όλα όσα θυμόταν στον δικηγόρο Σπ. Φόρτη κι’αυτός έπειτα από χρόνια στις 25 Δεκέμβρη του 1898 δημοσίευσε αυτή την αφήγηση στην εφημερίδα «Καιροί». Να λοιπόν οι τελευταίες στιγμές του Δυσσέα:


«…Ήτο η Τρίτη των Χριστουγέννων του 1863 έτους ημέρα, ενθυμούμε καλώς την εποχήν την εσημείωσα διότι μοι επροξένησε βαθειά αύτη εντύπωσιν και φρίκην εξ όσων κατ’αυτήν ήκουσα και απεμνημόνευσα.
Περί την εσπέραν της ημέρας ταύτης, χάριν της μεγάλης εορτής, μας επεσκέφθη ο αείμνηστος της φάλαγγας ταγματάρχης, ο γεναίος εκείνος του ιερού αγώνος στρατιώτης, ο λεβέντης και ευθυτενής ως υψίκορμος κυπάρισσος γέρων Κωνσταντίνος Καλατζής. Επειδή ην χειμών δριμύς τον ωδήγησα εις το χειμωνιάτιοκο, όπου ην η εστία, εν η έλαμπε και διέπρεπε πυρά ωραία και ζηλευτή, τρεφόμενη από ξηράς σχίνων και κοτίνων ρίζας.
Μετά τας αμοιβαίας επι ταις εορταίς ευχάς, εγώ, όστις εμμανώς ηγάπων τας ιστορίας και τα διηγήματα του ιερού αγώνος, εξ ων πλείστα πολλάκις είχεν ημίν διηγηθή ο καλός ταγματάρχης ιδίως δ’επειδή, ως εγίγνωσκον, ην αυτόπτης των κατά την τελευτήν του στρατηγού και αυτήκοος, τον παρεκάλεσα θερμώς να μας διηγηθή ταύτα. Εις την παράκλησιν μου βαρύ στενάξας και μετά μεγάλην του γεναίου στήθους ανάπλασιν, μοι απήντησε: «Τι τα θέλεις αυτά τώρα παιδί μου, αυτά πέρασαν πλέον, ας όψονται οι αίτιοι» ,εδίσταζε να αρχίση. Τη επιμόνω όμως παρακλήσει μου προβάντος εκ περιέργειας μέχρι φορτικότητος, ήρξατο διηγούμενος τα της τελευτής του στρατηγού ως εξής:
« -Επειδή επιμένετε τόσον, ακούστε πως συνέβη του στρατηγού ο θάνατος, από καιρόν τον είχον φυλακίσει εις την μεγάλην της Ακροπόλεως Κουλιάν, του είχαν βάλει εις τα χέρια και τα πόδια σίδερα με μπάλαις βαρειαίς, τροφήν δεν του έδιναν τακτικά, ούτε καλήν, ούτε στρώμα. Όταν εγώ τον είδα εις την φυλακήν ήτο ανάλλαγος, λερωμένος, κουρελιασμένος με ένα κοντοκάππι και με τον ιστορικόν καλογηρόσκουφον λυγδωμένο από την λέρα.
Την νύκτα εκείνην όπου εχάθη, εγώ ήμουν σκοπός εις την πόρτα της Κούλιας, η οποία ήταν κλειδωμένη. Ήτο νύκτα πολύ σκοτεινή δεν έβλεπες το δάκτυλό σουμ έπεφτε ψιλή βροχή και ήμην τυλιγμένος με τη κάππαν μου, ήσα περασμένα τα μεσάνυχτα , όταν βλέπω τέσσαρας άνδρες να έρχωνται προς την φυλακήν.
Ο ένας κρατούσε φανάρι, ήσαν δε αρματωμένοι καλά, ένας άλλος εστάθη ολίγον μακράν και δεν τον είδον καλά ποίος ήτο, αλλ’ως εννόησα ήτο ο επι κεφαλής των, ήτο η έφοδος προς επιθεώρησιν της φυλακής, ήσαν γνωστοί μου, ο Τριανταφυλλίνας(το είχε χαστουκίσει ο Δυσσέας μπροστά σ’όλο το στρατόπεδο κάποτε και το κράταγε**), ο Τσαμάρας και ο Μαμούρης( ξάδερφος του Γκούρα) και ένας στρατιώτης Σουλιώτης, του οποίου δεν ενθυμούμαι τώρα το όνομα.
Άμα επλησίασαν αμέσως έγινεν «αλλαγή» και αντ’εμού έθεσαν σκοπόν τον στρατιώτην εκείνον, εγώ δε διετάχθην αμέσως να υπάγω να κοιμηθώ. Αμέσως απεμακρύνθην εις το σκότος. Αλλ’υποπτευθείς απαίσια δια τον στρατηγόν κρυφά κατεσκόπευον τας κινήσεις των, πλησιάσας ικανώς απαρατήρητος ως εκ του ψηλαφητού σκότους, ήκουσα τον κρότον των κλείθρων της φυλακής. Την άνοιξαν και εισήλθον εις τον Πύργος οι τρεις, ο δε σκοπός έστεκεν εις την μισοανοιχτήν πόρταν της φυλακής. Άμα εισήλθον αυτοί μέσα, ηκούσθη ο κρότος των αλυσίδων των δεσμών του στρατηγού, όστις βεβαίως με την απροσδόκητον ταύτην επίσκεψιν θα εσηκώθη. Τον ήκουσα να λέγει προς αυτούς : " Ωρέ ξέρω καλά ποιος σας έστειλε σας εδώ και γιατί ήρθατε τέτοια ώρα εδώ μέσα. Δε μ’λύνετε τόνα χέρι να σας δείξω ποιος είμαι και πως με λένε; Αυταίς εδώ τις σαπιοκοιλιαίς δεν τις συνερίζομαι, μα συ μωρέ Γιάννη(Μαμούρης), γιατί;"
Εις ταύτα αμέσως, ως ενόησα εκ της ταραχής η οποία ηκολούθησεν, επετέθησαν κατά του δέσμιου. Ήκουσα το βόγγημα, τους αναστεναγμούς και μούγκρισμα του λεονταριού εκείνου και η καρδία μου εραγίζετο. Και μετά ταύτα σιωπή τελεία…
Μετ’ολίγον είδον τους τέσσαρας να βαδίζωσιν προς το τείχος της Ακροπόλεως το βλέπον προς το μέρος του Μακρυγιάννη με το φανάρι. Εκεί ηκούετο κτύπος όμοιος με εκείνον που γίνεται όταν εμπήγουν στύλον εις την γην.
Κατόπιν τους είδα πάλιν να γυρίζουν εις την Κούλιαν, αφ’όπου επήραν βαρύ τι πράγμα και το επήγαν μαζί μετά δυσκολίας εις το μέρον όπου ήκουον τον κρότον. Εκεί κάτι έκαμον ανακατευόμενοι και μετ’ολίγον πάλιν ήκουσα κτύπον πέτρας η οποία κτυπά επί της άλλης πέτρας. Αμέσως δε μετά τούτο εκείνοι μεν έγιναν άφαντοι, εγώ δε σιγά επήγα εις το κατάλυμά μου.
Το πρωΐ άμα εσηκώθην έμαθον ότι είχε διαδοθή πανταχού, ότι ο Οδυσσέας δραπετεύσας την νύχταν και θελήσας δια σχοινίου δεδεμένου να καταβή από το τείχος της Ακροπόλεως, κοπέντος του σχοινίου, κατέπεσεν από του ύψους και εφονεύθη.
Όπως όλος ο κόσμος επήγα και εγώ και είδα τα εξής: Εις μέρος όπου ήκουον τους κτύπους ήτο μπηγμένο μεγάλο παλούκι, δεμένο εις αυτό ακόμη τεμάχιον τριχιάς της οποίας η άκρη εφαίνεντο ξασμένη. Όταν δε επήγα κάτω είδον το πτώμα του ατυχούς στρατηγού φέρον εις την μέσην δεμένον από έξω από το κοντοκάππι του ένα μακρύ κομμάτι τριχιάς. Το στόμα του ήταν καταματωμένον, το επάνω και το κάτω χείλος του ήταν κομμένα σαν δαχτυλίδι στρογγυλά, σαν να το χτύπησε κανείς και να τά’κοψε με το στόμα ντουφεκιού ή πιστόλας.
Ο λαιμός του είχε μαυρίλας και σημάδια από νύχια, εστάλη ένας άλλος γιατρός να κάμη νεκροψίαν και έθεσεν περί του θανάτου του, έμαθα δε ότι, επειδή επιστοποίησεν ότι ο θάνατος προήλθεν εκ βίας διότι τα σημεία αυτής ήσαν φανερά, έσχισαν την έκθεσιν αυτού και έκαμαν άλλην(*) δια της οποίας εβεβαιούτο ότι του στρατηγού ο θάνατος προήλθεν εκ πτώσεως από μέρους υψηλού, μετά ταύτα έγινεν η κηδεία του πολύ καταφρονεμένη και χειροτέρα και του τελευταίου καταδίκου, τον έθαψαν σαν σκυλί εις τον ναόν του Αγίου Δημητρίου προς δυσμάς της Ακροπόλεως


Χώρια από τους φυσικούς αυτουργούς που περιέγραψε ο Καλατζής, αυτός που τους έστειλε, που τον γνωρίζει όπως είπε ο Ανδρούτσος, ήταν ο Γκούρας που τυφλωμένος από τα ταξίματα δεν λογάριασε τίποτα. Την ενοχή του την παραδέχτηκε και ο ίδιος στον Μακρυγιάννη: Μιλώντας ο Μακρυγιάννης στον Γκουρα «" Όχι 'σ ένα μήνα να σε βιάζουν να φύγουν. Σου βάλαν υποψίες οι απατεώνες ότι θα σε σκοτώσω μ' απιστιά εξαιτίας του Δυσσέα, οπού τον σκότωσες. Αδελφέ, δεν έπρεπε να γένη αυτό εις τον ευεργέτη σου και να 'ρθη από σένα. Τώρα έγινε.»

Ο μεγάλος Δημήτρης Φωτιάδης(4) γράφει για τους υπαίτιους της δολοφονίας:
«Τη δολοφονία του Αντρούτσου την οργάνωσαν ο Μαυροκορδάτος κι ο Κωλλέτης και την απόπειρα ενάντια στον Τρελόνι οι Εγγλέζοι με τον Μαυροκορδάτο, γιατί ενώ τον είχαν στείλει για πράκτορα, είχε την αποκοτιά να επηρεαστεί από τον αγώνα του λαού μας για τη λευτεριά του κι αρνήθηκε να παίξει το παιχνίδι τους»

(*)Ο νέος ιατροδικαστής ήταν ο «φιλέλληνας¨ Ιταλός Vitali ο οποίος δείχνοντας την αντικειμενικότητά του γράφει στην ιατροδικαστική του έκθεση: «…επέφερον(τα τραύματα) αυτοστιγμεί τον θάνατον, άξιον εις κακούργον προδότην της πατρίδος»….




(1)http://kleftouria.blogspot.com/2008/04/1821_19.html
(2)Humphreys,Pictures of Greece,τ.β,σελ.210
(3)Φωτιάδη-Καραισκάκης,σελ.383
(4)Δημήτρης Φωτιάδης,Καραισκάκης,σελ431

Τετάρτη 21 Ιανουαρίου 2009

Η Αθήνα στην δεύτερη χιλιετία

Η Αθήνα παρά τις καταστροφές που υπέστη(καταδρομές, σεισμούς, επιδημίες) δεν έπαψε να προκαλεί την περιέργεια πολλών δυτικών που τους έκανε να φτάσουν στην Αττική γη και να δουν από κοντά τους τόπους για τους οποίους τόσα είχαν διαβάσει. Οι αρχαιότητες είχαν διατηρηθεί σε μεγάλο βαθμό αφού οι Τούρκοι είχαν δείξει αξιοσημείωτο σεβασμό, όπως σημειώνει και ο Άγγλος Dodwell(1) όταν αναφέρει ότι : « Οι Τούρκοι σεβάστηκαν τον Παρθενώνα και δεν έθιξαν διόλου τις Καρυάτιδες». Ο ιδιότυπος «φιλελληνισμός» πολλών δυτικών και οι βαρβαρότητες των Βενετών υπήρξαν τελικά η αιτία της καταστροφής σημαντικού μέρους των αρχαιοτήτων.



Ξεκινώντας από τον Άραβα γεωγράφο Εδρισή το 1154 (2), η Αθήνα χαρακτηρίζεται ως «Πολυάνθρωπη πολιτεία που περιβάλλεται από περιβόλια και αγρούς».
Τα πολλά περιβόλια κάνουν εντύπωση και το 1580 ο Γερμανός Reinhold Lubenau(3),όπου συναντάει Αθηναίους που κάθονταν κάτω από τα δέντρα κοντά σε δροσερές πηγές και έπαιζαν μουσική και τραγουδούσαν, κάνοντας τον Lubenau να εγκωμιάζει την μελωδία των αθηναϊκών τραγουδιών. Εντύπωση του προκαλεί και η μακροζωία των κατοίκων της Αθήνας και το υγιεινό κλίμα της, ενώ ο αέρας της τόσο πολύ ευωδίαζε τόσο «που ένοιωθες να σε τυλίγει μια παράξενη γοητεία. Η πολιτεία είναι χτισμένη σε πολύ υγιεινή περιοχή. Είδα εκατοχρόνιτες που δεν θυμούνται ν’αρρώστησαν ποτέ στη ζωή τους. Αντίθετα στις γειτονικές περιοχές παρατηρείται μεγάλη θνησιμότητα από τις επιδημίες».

Οι κάτοικοι της Αθήνας είναι Έλληνες, Εβραίοι και αρκετοί Ιταλοί. Η ακρόπολη είχε εκείνη την εποχή κατακλυστεί από γενίτσαρους ύστερα από πληροφορίες ότι «οι Ισπανοί πλέουν με την αρμάδα τους εναντίον της αυτοκρατορίας».
Η κατάσταση όμως της Αθήνας το 1609, όταν την επισκέφθηκε ο Άγγλος William Lithgow (4) ήταν απελπιστική, να η περιγραφή του:
« Από όλη αυτή τη χώρα, από το ένδοξο παρελθόν της έμεινε μονάχα το όνομα. Οι τουρκικές βαρβαρότητες και ο χρόνος εξαφάνισαν όλα τα αρχαία μνημεία. Απάνθρωπες οι συνθήκες της ζωής, ούτε ίχνος πνευματικών ενδιαφερόντων. Οι σημερινοί Έλληνες είναι σαν φυλακισμένοι σε κάτεργο, είναι σκλάβοι σκληρόψυχων τυρράνων. Έχει τόσο παραμορφωθεί αυτό το άλλοτε πλούσιο βασίλειο, τόση δυστυχία βασανίζει αυτό το λαό που ένοιωσα να σπαράζη η καρδιά μου καθώς έβλεπα τα τρομακτικά έργα της σκληρής μοίρας που βύθισε στην άβυσσο της λησμονιάς μια ένδοξη εποχή.»
Περιγράφει την Αθήνα σαν μια ασήμαντη πολίχνη, οι Αθηναίοι όμως ευημερούσαν:
« Οι Αθηναίοι με φιλοξένησαν πλουσιοπάροχα τέσσερες μέρες. Με περιποιήθηκαν, με τραπέζωσαν και μου πρόσφεραν κάθε λογής εφόδια για το ταξίδι μου στην Κρήτη. Με μετέφεραν μάλιστα δωρεάν μ’ένα μπριγιαντίνι στο Τσιρίγο.

Τους ευχαρίστησα, κι’εκείνοι μου ανταπέδωσαν τις φιλοφρονήσεις μιλώντας μου για τη δίψα τους να μάθουν νέα από τον έξω κόσμο και την εκτίμηση που έτρεφαν για τους ξένους ταξιδιώτες
».

Το 1623 ο Γάλλος Louis Deshayes(5) αναφέρει για τους πολίτες της Αθήνας ότι:
« Είναι όλοι Έλληνες και υπομένουν τη βάρβαρη μεταχείριση των λιγοστών Τούρκων. Υπάρχει ένας καδής, ένας σούμπασης και μερικοί γενίτσαροι που ανανεώνονται από την Πύλη κάθε τρείς μήνες».


Σημαντικός σταθμός στον περιηγητισμό στη Ελλάδα είναι το ταξίδι του Τούρκου Εβλίγια Τσελεπή περίπου το 1641(6).
O Εβλίγια ήταν ίσως ο μόνος περιηγητής που είδε τον Παρθενώνα από κοντά, αφού στους «Φράγκους» απαγορευόταν η ανάβαση στην Ακρόπολη. Και φυσικά ο Παρθενώνας που είδε ήταν ο Παρθενώνας προ Μοροζίνι. Ο Εβλίγια κάπως αφελώς και παρεφθαρμένα μεταφέρει τις τοπικές παραδόσεις μεταφερμένες με τη σειρά τους από τους Τούρκους της περιοχής, να τι γράφει για την Αθήνα:


«-Ιδρυτής της Αθήνας είναι ο ιερεύς Σολομών. Ας έχει ειρήνη». Προφανώς μπερδεύοντας τον Σολομώντα με τον Σόλωνα.
« Επειδή μαζεύτηκαν στην πόλη της Αθήνας εφτά χιλιάδες φιλόσοφοι διαφόρων επιστημών γι’αυτό ιστορική όλων των εθνών ονόμασαν την πολιτεία αυτή «πόλη των αρχαίων σοφών». Οι φιλόσοφοι της πολιτείας όλοι μαζί προσπάθησαν να βρουν τη θεραπεία του θανάτου. Δεν κατώρθωσαν όμως να ανακαλύψουν τη θεραπεία για χιλιάδες αρρώστιες, έγιναν και δυνάμωσαν τα κορμιά τους με εξαιρετική δίαιτα και με επίμονη άσκηση και έτσι ζούσαν 300 χρόνια».

Η ιστορική ακμή της Αθήνας ζωντανή στις μνήμες των κατοίκων της, ήταν γνωστή ακόμα και στους Τούρκους της περιοχής, αν και παρεφθαρμένη.
Εντύπωση του προκαλούν όμως τα αρχαία μνημεία της πόλης.
« Σ’αυτή την ανθηρή πόλη βρίσκονται όλα τα θαυμαστά και αξιοπερίεργα πράγματα του κόσμου και πλήθος έργα τέχνης. Υπάρχουν χιλιάδες ειδών γλυπτά από άσπρο μάρμαρο που παριστάνουν κάθε λογής όντα, περίεργα και αξιοθαύμαστα. Επίσης υπάρχουν αγάλματα που τα αγαπούν εξαιρετικά οι Φράγκοι. Οι επισκέπτες που τα περιεργάζονται τα θαυμάζουν. Ο νους τους σταματά και τα κορμιά τους ανατριχιάζουν, τα μάτια τους δακρύζουν και θαμπώνουν. Τα αγάλματα φαίνονται σα να είναι ζωντανά. Και καθώς βλέπουν προς τους θεατές τους άλλα χαμογελούν και άλλα είναι βλοσυρά ή μελαγχολικά. Για να περιγράψω τα αγάλματα χρειάζομαι ολόκληρο βιβλίο. Και πρέπει να σταματήσω την περιοδεία μου. Έπειτα δεν μπορεί να τα συλλάβει ο νους του ανθρώπου. Τα αγάλματα είναι θαύμα θαυμάτων. Αδύνατον να έγιναν από ανθρώπινα χέρια.
Όσα και αν γράψει κανείς γι’αυτά τα αριστουργήματα της τέχνης είναι λίγα και δεν φθάνουν. Είναι απόλυτη ανάγκη να επισκεφθεί κανείς την πόλη της Αθήνας για να καταλάβει πως ήταν η αρχαία εποχή. Γιατί ποτέ δεν είναι το ίδιο να ακούει κανείς με το να βλέπει. Μια σοφή αραβική παροιμία λέει πως το να βλέπει κανείς είναι η καλύτερη από τις πληροφορίες.
Εγώ ο ταπεινός, ο γεμάτος ελαττώματα, από το έτος 1050 της Εγείρας(1641) γυρίζω τις εφτά χώρες της οικουμένης. Αλλά όσα είδα στη Ρώμη της Φραγκιάς, στο κάστρο του Εστρεγκομ, στην πολιτεία της Βιέννης και στην πόλη του Άμστερνταμ της Ολλανδίας, είναι σχεδόν τίποτα αν τα συγκρίνεις με τα αριστουργήματα αυτά της Αθήνας. Οποιοσδήποτε περιηγητής του κόσμου, αν δεν επισκέφθηκε και δεν περιεργάσθηκε την πόλη αυτή της Αθήνας, ας μην πη πως είναι κοσμογυρισμένος
».
Έγραψε και έναν ύμνο για την ομορφιά της Ακρόπολης:
« Μ’όλα αυτά, στη σφαίρα του κόσμου δεν υπάρχει τέτοιος λαμπρός ναός, που ν’ανοίγει τόσο την καρδιά του ανθρώπου.
Όλα τα τζαμιά του κόσμου είδα
Μα όμοιο μ’αυτό δεν είδα.
Αυτό το δίστιχο ταιριάζει σε τούτον τον φωτεινό, τον λαμπρό ναό, γιατί παρόμοιος του δεν υπάρχει στις ευτυχισμένες χώρες. Μακάρι ως την συντέλεια των αιώνων να είναι τόπος προσευχής και να παραμείνει στέρεος και παντοτεινός.Αμήν
».(Κώστας Μπίρης-«Τα Αττικά του Εβλιά Τσελεπή»).
Για τον πληθυσμό της Αθήνας αναφέρει ότι κατοικείται από 4,000 άπιστους(Ρωμιούς). Αναφέρει ότι :
" Οι μουσουλμάνοι της πολιτείας δεν είναι συμπαθείς και δεν έχουν καμιά αρχοντιά και υπόληψη, γιατί οι άπιστοι είναι πολύ πλούσιοι έμποροι και έχουν συνέταιρους στα πέρατα της Ευρώπης».
Εντύπωση ακόμα του κάνουν οι Ελληνοπούλες:
« Στην Αθήνα υπάρχουν κορίτσια των Ρωμιών, που όμοια και αντάξια τους δεν βρίσκονται στον κόσμο. Είναι κάτασπρα, έχουν σπαθάτα φρύδια, στόμα μικρό σαν καλαμάρι, δόντια μαργαριταρένια, μάγουλα ασημένια μ’ένα λακκάκι στο σαγόνι, πρόσωπο σαν το φεγγάρι.»



Και τα ελληνόπουλα του προκάλεσαν εντύπωση…
« Υπάρχουν επίσης αγόρια σαν τις νεράιδες, αγγελοπρόσωπα, με λαφίσια μάτια, γλυκομίλητα, αργυροπρόσωπα, λυγερά, φεγγαροπρόσωπα, με μέτωπα που φεγγοβολούν. Γοητευτικά, αξιαγάπητα, χνουδάτα, που μιλάνε γλυκά και απέριττα».
Στέλνοντας ένα...μήνυμα προς τους σημερινούς Αθηναίους περιγράφει τον Υμηττό που την εποχή εκείνη το αποκαλούσαν Τρελλό ή Τρελοβούνι.
« Το βουνό Τρελλός βρίσκεται σε δύο ώρες απόσταση από την πόλη της Αθήνας. Οι Ρωμιοί, οι Άραβες και οι Πέρσες, ονόμαζαν το βουνό αυτό, το ψηλό και περήφανο, Ντελή-Νταού, δηλαδή τρελόβουνο. Τα σπαρτά, τα βότανα και τα μυριστικά που βρίσκονται απάνω σ’αυτό το βουνό δεν υπάρχουν σε κανένα κάμπο και μάλιστα πιπέρι και ρωμαίικο ραβέντι, μάραθο, λάπαθο και παρόμοια μεγάλης αξίας θεραπευτικά βότανα, που γιατρεύουν όλες τις αρρώστιες. Μάλιστα την άνοιξη, όποιος ανέβη στην κορυφή του ψηλού αυτού βουνού, η όσφρηση του γεμίζει ευωδίες από συκαμινιές, ζουμπούλια, μάραθα, μοσκορούμια, ζαμπάκια, βασιλικά, φούλια, ανεμώνες και διάφορα είδη χρυσοπότηρων λαλέδων».



Τον 17ο αιώνα, και συγκεκριμένα το 1675, ο Γάλλος La Guilletiere(Andre Guillet)(7), εκδίδει δύο χρονικά όπου περιγράφει με ζωντάνια τόπους και καταστάσεις της Ελλάδας της εποχής του( Athenes ancienne ey nouvelle et l’estat present de l’empire des Turcs,Paris 1675 και Lacedemone ancienne et nouvelle, Paris 1676). Ένα από αυτά τα περιστατικά είναι αυτό που συνέβη μεταξύ του Guillet και της συνοδείας όταν συνάντησε δίπλα από το Θησείο, σε ένα σχολείο που υπήρχε τότε εκεί, και γινόταν μάθημα, τον δάσκαλο και μερικούς άλλους Αθηναίους. Είναι εξαιρετικής σημασίας τα συμπεράσματα που βγαίνουν από αυτόν τον διάλογο μεταξύ του Γάλλου και των Ελλήνων συνομιλητών του, τόσο για τον τρόπο που σκέφτονταν οι Έλληνες της εποχής για την κατάστασή τους όσο και για την αντίληψή τους για την έννοια του έθνους και της ιστορικής συνέχειας του Ελληνισμού.
Η μετάφραση είναι του Κυριάκου Σιμόπουλου (Ξένοι Ταξιδιώτες στην Ελλάδα,333μ.Χ.-1700,σελ.620)
»…Μιλήσαμε ύστερα για το ψωμί. Το αλεύρι δεν ήταν κατά τη γνώμη μας καλοζυμωμένο. Φταίνε οι μύλοι, λέει ο δάσκαλος. Ο Ιλισσός έχει κοπή σ’αυλάκια για τα ποτιστικά και δεν υπάρχει αρκετό νερό για το άλεσμα.
-Και γιατί δεν χτίζετε ανεμόμυλους; ρώτησε ο Άγγλος Drelingston.
-Ναι, χτίσαμε κάποτε, απαντά ψυχρά ο καλόγερος, που μιλούσε ιταλικά, τέσσερες ανεμόμυλους στον κάμπο. Αλλά δεν δούλεψε κανένας.
«Εκείνη τη στιγμή χάσαμε κάθε καλή ιδέα που είχαμε για τους Έλληνες.
Δεν μπορέσαμε να κρατήσουμε τα γέλια κι αρχίσαμε να σχολιάζουμε λατινικά με πολλή δηκτικότητα την αμάθεια των σύγχρονων Αθηναίων.
«Οι άλλοι δεν μιλούσαν διόλου. Κάθονταν σοβαροί και συνοφρυωμένοι. Νομίζαμε πως πήραν αυτό το ύφος επειδή νόμισαν πως είπαν κάτι πολύ σπουδαίο. Και αυτό μας έκανε να διπλασιάσουμε τις ειρωνείες μας. Ο δάσκαλος χαμογελούσε και δεν έλεγε λέξη.
«Ο Betaldi που δεν είχε ακόμα μιλήσει παρατήρησε ότι δεν έπρεπε να κρίνουμε αυτούς τους ανθρώπους με επιπολαιότητα.
-Οι Έλληνες μας ειρωνεύονται. Δίνοντας μας αυτές τις γελοίες απαντήσεις θέλουν να μας εξευτελίσουν για την φλυαρία μας και τις επιπόλαιες ερωτήσεις μας. Δεν υπάρχει καυστικότερη ειρωνεία από τις χλευαστικές απαντήσεις που μας έδωσαν με τόση ψυχραιμία.
«-Τότε εγώ ρώτησα τους Έλληνες αν είχαν ακουστά για κάποιον ένδοξο Αθηναίο, τον Αλκιβιάδη που είχε καταστρέψει την Κωνσταντινούπολη, το αρχαίο Βυζάντιον. Εκείνοι με κοίταζαν με έκπληξη.
«Άρχισα να τους μιλάω για τους ενδόξους προγόνους τους, τον Ολυμπιόδωρο, τον Θρασύβουλο, τον Αρμόδιο και τον Αριστογείτονα.
«Με σταμάτησε όμως ο καλόγερος και με ρώτησε αν αυτοί οι άνθρωποι που ανέφερα ήταν καλοί χριστιανοί, αν ήταν από τη γενιά του Κωνσταντίνου και αν είχαν στην εποχή τους την αξία των σημερινών Αθηναίων, του Δημητρίου Βενιζέλου, του Σταμάτη Παλαιολόγου ή του Πολύμερου Ζαρλή. Ήθελε δηλαδή να συγκρίνει τους δημογέροντες της Αθήνας με τους ενδόξους άνδρες της αρχαιότητος.
«Ξαφνικά ο καλόγερος πέταξε τη μάσκα του, δικαιώνοντας τον Betaldi, και άρχισε να μιλάει ζωηρά:
- Ναι, ειρωνεύομαι τους Αλκιβιάδηδες και τους Ολυμπιόδωρους σας. Κάθε Φράγκος που έρχεται στην Αθήνα, βλέποντας πως η χώρα μας δεν είναι πια όπως κατά την αρχαιότητα μας ελεεινολογεί που δεν θρηνούμε επειδή μια τόσο ένδοξη πολιτεία βρίσκεται στο πέλμα των βαρβάρων. Και με ιερό ζήλο στηλιτεύει τους ηγεμόνες που αλληλοσπαράσσονται αντί να ενωθούν και για το δικό μας συμφέρον και για το δικό τους εναντίον των απίστων. Λόγια, λόγια, λόγια! Εδώ και πέντε αιώνες μιλάνε μάταια στην Ευρώπη για τη δύναμη των χριστιανών της και την κακή χρήση της ελευθερίας. Οι δήθεν σοφοί σας χλευάζουν την αμάθειά μας. Έχουν δίκιο;
Σας δώσαμε κατά την αρχαιότητα τα φώτα του πνεύματος και της επιστήμης. Και όταν ξεχάσατε ό,τι είχατε αποκτήσει από τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη, τον Επίκουρο και τους άλλους αρχαίους, είχαμε την καλοσύνη να σας τους ξαναστείλουμε για δεύτερη φορά περί τα μέσα του ΙΕ’ αιώνα, με τον σοφό Αργυρόπουλο, τον Θεόδωρο Γαζή, τον Γεώργιο Τραπεζούντιο, τον Γεώργιο Γεμιστό
.
Συνεχίζει…
«Γιατί απορείτε; Τον ένδοξο μοναχό Βησσαρίωνα δεν έχρισε ένας από τους πάπες σαν καρδινάλιο; Δεν τον έστειλε λεγάτο στη Γαλλία για να συμφιλιώσει τον Λουδοβίκο ΙΑ’ με τον Κάρολο, τελευταίο δούκα της Βουργουνδίας; Πιστεύετε λοιπόν ότι είσαστε οι μοναδικοί θεματοφύλακες της ιστορίας; Δεν γνωρίζετε ίσως ότι ο πάπας ετίμησε τον Βησσαρίωνα όπως κανέναν από τους καρδιναλίους σας. Παρευρέθη στην κηδεία του. Κάτι που δεν είχε γίνει ποτέ άλλοτε. Δεν πιστεύω πως στις λατινικές κουβεντούλες σας μιλήσατε γι’αυτό το θέμα.
Θα έπρεπε όμως να ξέρετε και μια άλλη λεπτομέρεια: ο Γεώργιος Γεμιστός ήταν πλατωνικός φιλόσοφος και ο Γεώργιος Τραπεζούντιος περιπατητικός. Αυτές οι δύο διδασκαλίες υπάρχουν ακόμα μεταξύ μας και παραμένουν πάντοτε αντίμαχες. Ο Γεώργιος Τραπεζούντιος έγραφε εναντίον της διδασκαλίας τους Πλάτωνος. Είμαι βέβαιος ότι τα έργα του έφθασαν στα χέρια σας. Και δεν αμφιβάλλω πως στον Τραπεζούντιο οφείλεται η εισαγωγή της αριστοτελικής διδασκαλίας στα σχολεία σας.
Πηγαίνετε στην Κωνσταντινούπολη, πηγαίνετε στη Σινώπη το ξακουστό λιμάνι της Μαύρης Θάλασσας. Θα δείτε καθηγητές της Φιλοσοφίας ικανούς να διδάξουν τους δικούς σας δέκα χρόνια συνέχεια. Δεν θα σας μιλήσω από μετριοφροσύνη για τους Αθηναίους

Στον ίδιο τόπο όπου εξαπόλυε τους φιλιππικούς του ο Δημοσθένης, ο απλός Αθηναίος καλόγερος καυτηρίαζε την στάση των Δυτικών έναντι των Ελλήνων, κάνοντας μια ιστορική αναδρομή.
Και καταλήγει:
«Δυστυχώς εσείς οι χριστιανοί Ευρωπαίοι δεν γίνατε σοφότεροι. Και εμείς οι Έλληνες μπορούμε να σας ρωτήσουμε τώρα: Πού είναι το πνεύμα και οι αξίες που κληρονομήσατε από την Ελλάδα;
Όσο για μας ευκαιρία περιμένουμε για να αποτινάξουμε τον ζυγό της οθωμανικής κυριαρχίας. Γιατί η αρχαία ανδρεία του έθνους μας δεν χάθηκε. Έλληνες δεν ήταν οι γενίτσαροι που ως τώρα κατανικούσαν τους στρατούς σας και κυρίευαν τις επαρχίες σας; Γνωρίζετε καλά ότι τα οθωμανικά τάγματα αποτελούνται από τα ελληνόπουλα του παιδομαζώματος. Μπορεί αυτοί οι γενίτσαροι να έχουν τούρκικο όνομα αλλά η καταγωγή τους είναι ελληνική

Το όνομα του ήταν ιερομόναχος Δαμασκηνός.
Ο Andre Guillet μας δίνει αρκετές ακόμα χρήσιμες πληροφορίες. Φτάνοντας από το Πόρτο-Κάγιο στον Πειραιά ή όπως λεγόταν τότε Πόρτο-Λεόνε δίνει αυτήν την περιγραφή:
« Το μόνο που βλέπει κανείς σήμερα στον Πειραιά είναι ένα ωραιότατο μαρμαρένιο λιοντάρι, που έδωσε και τα’όνομά του στο ένδοξο λιμάνι. Έχει ανοιχτό στόμα και κοιτάζει προς τη θάλασσα. Σου δίνει την εντύπωση πως μουγγρίζει κι’είναι έτοιμο να ορμήσει στα αραγμένα καράβια.
Υπάρχει ακόμα ένα καραβάν-σεράι αλλά όχι σαν εκείνα που βλέπεις στην Τουρκία όπου χρησιμεύουν για ξενοδοχεία των ξένων. Το καραβάν-σεράι του Πειραιά είναι μια άθλια αποθήκη όπου τοποθετούνται τα εμπορεύματα που εκφορτώνονται από τα καράβια σε περίπτωση βροχής ή όσα μεταφέρονται από την Αθήνα για εξαγωγή
».
Οι Αθηναίοι έχοντας επίγνωση των αρχαίων παραδόσεων έχουν αυτή τη συνήθεια, όπως την περιγράφει ο Guillet:
«Όταν ο δικαστής υποχρεώνει σε μια πολιτική υπόθεση τον Αθηναίο να ορκισθει στο Ευαγγέλιο ανοίγει την Καινή Διαθήκη στο κεφάλαιο 17 των Πράξεων των Αποστόλων και του επιβάλλει να ακουμπήσει την παλάμη του στη σελίδα. Αυτή η λεπτομέρεια αποκτά μια πρόσθετη έννοια επισημότητος επειδή το κεφάλαιο 17 αναφέρεται στον προσηλυτισμό του Διονυσίου του Αρεοπαγίτου στον χριστιανισμό κατά την περίφημη επίσκεψη του Αποστόλου Παύλου
».
Συνεχίζει:
« Όσο για τον αριθμό των κατοίκων με έκπληξη είχα διαβάσει και ακούσει χίλιες φορές ότι η Αθήνα είναι σωστή έρημος. Σίγουρα οι ταξιδιώτες που δημοσίευσαν αυτές τις πληροφορίες περιορίσθηκαν να μπουν στην πολιτεία και να βγούν. Ίσως έφθασαν στην Αθήνα κάποια μέρα που έβρεχε και δεν βρισκόταν άνθρωπος στους δρόμους ή σε περίοδο επιδημίας που ανάγκασε τους κατοίκους να εγκαταλείψουν την πολιτεία και να εγκατασταθούν στην εξοχή. Η Αθήνα έχει πληθυσμό δέκα πέντε ή δέκα έξι χιλιάδων κατοίκων. Απ’αυτούς χίλιοι ως χίλιοι διακόσιοι είναι Τούρκοι. Όσο για τους Εβραίους δεν τους ανέχτηκαν ποτέ οι Αθηναίοι μ’όλο που ζουν πολλοί στις γειτονικές περιοχές και κυρίως στη Θήβα και στον Εύριπο(Εύβοια).»
Από τους 15-16,000 κατοίκους οι 1000-1200 είναι Τούρκοι και οι υπόλοιποι Έλληνες για τους οποίους γράφει ο Guillet:
« Η γλώσσα τους είναι η λιγότερο παρεφθαρμένη σ’ολόκληρη την Ελλάδα. Μόνο στην Αθήνα γίνονται κατανοητά τα σωστά ελληνικά. ¨όταν μιλάνε νομίζεις πως τραγουδούν.
Είναι γνωστή η ελληνική παροιμία « Για να μιλάς ευχάριστα πρέπει να έχεις τη γλώσσα της Αθήνας και την προφορά του Αναπλιού»
."
Ο Ιταλός Cornelio Magni(8) επισκέφτηκε την Αθήνα και μας άφησε ενδιαφέρουσες πληροφορίες για τους Αθηναίους της εποχής. Γράφει λοιπόν:
« Τα σπίτια της Αθήνας είναι γερής κατασκευής αλλά υστερούν σε αρχιτεκτονική. Ο αριθμός των κατοίκων υπολογίζεται σε δώδεκα χιλιάδες ψυχές, όλοι Έλληνες ορθόδοξοι. Υπάρχουν στην πόλη πολλές εκκλησίες και μοναστήρια με πολυάριθμους και παχύτατους καλόγερους. Όλοι ανεξαιρέτως εκκλησιαστικοί και λαϊκοι, ακόμα και οι γυναίκες τρέφουν βαθύτατο μίσος κατά των Λατίνων. Προτιμούν να προσκυνήσουν το Κοράνιο παρά να ασπασθούν το δικό μας δόγμα.
Οι άρχοντες της πολιτείας είναι μια ντουζίνα περίπου οικογένειες. Μερικοί απ’αυτούς υπερηφανεύονται για την αυτοκρατορική τους καταγωγή. Ισχυρίζονται ότι είναι απόγονοι των Παλαιολόγων. Ματαιόδοξοι και υπερόπτες παριστάνουν ακόμα τους κληρονόμους του Αρείου Πάγου.
Ξεχωρίζουν από τους άλλους Αθηναίους από τη φορεσιά τους που είναι σοβαροφανής και γελοία. Συνηθίζουν το μαύρο χρώμα, μακριές ζακέτες με πλατειά μανίκια για να παριστάνουν τους πατρικίους. Ξυρίζουν ολόκληρο το κεφάλι και το σκεπάζουν με ένα καμελαύκι. Κουρεύουν τα γένεια γύρω-γύρω στο πηγούνι. Οι πιο επίσημοι φοράνε ένα καπέλο δύο σπιθαμές ψηλό από μαύρη καλοδουλεμένη φέλπα. Αυτά τα καπέλλα διατηρούνται στην οικογένεια όπως οι Σταυροί της Μάλτας και άλλων ιπποτικών ταγμάτων της χριστιανοσύνης. Περνούν από πατέρα σε γιό και θεωρούνται πολύτιμη κληρονομιά. Τα κυριώτερα ονόματα αυτών των επιφανών οικογενειών είναι: Βενιζέλος, Παλαιολόγος, Λιμπόνας, Περούλης, Καβαλλάρης. Υπάρχει και η οικογένεια Χαλκοκονδύλη. Είναι απόγονοι του περίφημου Βυζαντινού ιστορικού αλλά σήμερα είναι πάμπτωχοι.
Τα φορέματα των γυναικών δεν έχουν τίποτα ξεχωριστό: ένας κόκκινος σάκκος που αποτελεί το μπούστο και μια φούστα ραμμένη στο πανωκόρμι. Σκεπάζουν το κεφάλι με μια σκούφια από βελούδο ή δαμάσκο, στολισμένη με νομίσματα( πολλές φορές είναι χρυσά). Πάνω από τη σκούφια συνηθίζουν ένα άσπρο βέλο που σκεπάζει ολόκληρο το πρόσωπο. Εκείνο που βελτιώνει κάπως την αμφίεση τους είναι ένα ζιπούνι σφιχτό που φθάνει ως τα γόνατα. Καμαρώνουν γι’αυτό το φόρεμα που γίνεται από μποκάρ, βελούδο, λεπτή τσόχα με φόδρα και γουναρικό από κουνάβι, ακόμα και ζιμπελίνα. Στο στήθος έχει γαϊτάνι από χρυσή ή ασημένια κλωστή που το λένε «σύρμα» και κουμπιά χοντρά σαν καρύδι. Αυτά είναι, όλα- όλα τα στολίδια τους
»


Ο Magni υπολογίζει τους Τούρκους της Αθήνας του 1674 σε τρεις χιλιάδες. Από τους οποίους το μεγαλύτερο μέρος κατοικεί στην Ακρόπολη. Σημειώνει επίσης ότι δεν υπάρχουν Εβραίοι στην Αθήνα. Αρβανίτες δεν υπάρχουν εκείνη την εποχή στην Αθήνα και οι μόνοι Δυτικοί είναι οι πρόξενοι της Γαλλίας και της Αγγλίας Chastagnier και Giraud αντίστοιχα.
Ο Magni διασώζει και μια παροιμία της εποχής:
« Να φυλάγεσαι από Οβριό Σαλονικιό, από Ρωμιό Αθηναίο κι’από Τούρκο Χαλκιδαίο.»
Συνεχίζει ο Ιταλός περιγράφοντας μια κυνηγετική εκδρομή στα περίχωρα της Αθήνα, παρέα με τον βοεβόδα της Αθήνας, περιγράφοντας την ενδυμασία των χωριατών της Αττικής(κατά πλειοψηφία Αρβανίτες).:

«Οι άνδρες φοράνε μια πάνινη πουκαμίσα και μπενοβράκια που φθάνουν ως τη μέση της γάμπας. Στο κεφάλι συνηθίζουν, όπως σ’όλη τη χώρα μια κόκκινη σκούφια. Διατηρούν γένεια γύρω από το πηγούνι. Για να προφυλαχθούν από τον ήλιο στερεώνουν πάνω στο μέτωπο ένα μικρό καπέλο που το δένουν με δύο κορδόνια, το ένα κάτω από το πηγούνι και το άλλο στον αυχένα. Ο χωριάτισσες φορούν ένα πολύ ευρύχωρο πουκάμισο με πλατειά μανίκια. Στο πανωκόρμι τους το πουκάμισο είναι μεταξωτό. Πάνω απ’αυτό πέφτει ένα ζιπούνι, από το ίδιο πανί, που φθάνει ως τη μέση της γάμπας. Από το λαιμό κρέμεται ένα ασημένιο κορδόνι με τρύπια νομίσματα, ελάχιστης αξίας. Περίεργος είναι το ξύλινο τσέρκι που στερεώνουν μια παλάμη πάνω από την κορυφή του κεφαλιού και το καλύπτουν με κόκκινο πανί στολισμένο με τέσσερα δάχτυλα δαντέλλα και κεντήματα μ’ασημοκλωστή. Όλες έχουν μια μακριά ουρά μαλλιών που κρέμεται στη ράχη τους σύμφωνα με παλιά ελληνική συνήθεια. Και στα αγάλματα είδα παρόμοιες κομμώσεις."



(1)CLASSICAL AND TOPOGRAPHICAL TOUR THROUGH GREECE, DURING THE YEARS 1801, 1805, AND 1806. BY EDWARD DODWELL
(2) Abou Abd Allah Mohammed Ben Mohhamed Ben-Abd Allah Ben-Edris-al Hammundi/A.Jaubert,Geographie d’Edrisi,Paris 1811
(3) Reinhold Lubenau /C.G. Low: A description of Athens in 1589
(4) Travels and voyages through Europe,Asia and Africa…by William Lithgow, Leith,1814
(5)Louis Deshys baron de Courmesnin: Voyage du Levant fait par le commandement du Roy en l’annee 1621,Paris,1624
(6) Evliya Mehmet Zilh)(μεταφρ. Narrative of travels in Europe, Asia and Africa by Evliya
Efendi,London 1834).
(7) Athenes ancienne ey nouvelle et l’estat present de l’empire des Turcs,Paris 1675
(8) Relazione della citta d’Athene,colle provincie dell’Attica… l’anno 1674,Parma 1688
Συνεχίζεται...