Πέμπτη 22 Ιανουαρίου 2009

Ο θάνατος του Οδυσσέα


Ίσως ένας από τους πιο παρεξηγημένους αγωνιστές του Εικοσιένα από την μετεπαναστατική ιστοριογραφία στέκεται ο Οδυσσέας Ανδρούτσος. Είναι αλήθεια ότι από την προεπαναστατική του δράση είχε αποκτήσει αντιπάθειες λόγω κυρίως της συναναστροφής του με τον μέντορα του Αλή πασά.
Όταν ήρθε όμως η ώρα δεν άργησε να ταυτιστεί με τον σκοπό του Αγώνα. Δυστυχώς, ίσως λόγω της ευφυΐας του συνδυαζόμενη με τις στρατηγικές του ικανότητες και ακόμα παραπάνω, της ικανότητάς του να βλέπει όσο κανείς άλλος την ανάγκη για κοινωνική αποκατάσταση μετά την εθνική υπήρξε εχθρός του συμπλέγματος του Μαυροκορδάτου(με την Σουλιώτικη φρουρά του) και του Υδραιοσπετσιώτικου τοπικισμού ο οποίος έχοντας και οικονομική ισχύ αλλά και στρατιωτική ήταν καθοριστικός παράγοντας για τα δυστυχήματα της Επανάστασης. (1)

Ενδεικτικά του χαρακτήρα του Οδυσσέα είναι τα δύο γράμματα του, τον ένα προς τους Γαλαξιδιώτες και το άλλο προς τον Αναστάση Λόντο που τα παραθέτω σε προηγούμενες δημοσιεύσεις.(http://kleftouria.blogspot.com/2008/04/1821-5.html).
Αφήνοντας στην άκρη της πράξεις της ζωής του θα παραθέσω κάποια πράγματα για τις πράξεις του λίγο πριν το τέλος της…
Όπως είπα ήταν εχθρός του φαναριωτοϋδραίικου συστήματος και εξαιρετικά αγαπητός στον λαό της Ανατολικής Στερεάς. Φυσικά δεν έλειψαν και οι ενέργειες σκληρότητας που επέδειξε σε ορισμένες περιπτώσεις ο Οδυσσέας(βλ.σφαγή Νούτσου-Παλάσκα). Την πρώτη αλήθεια όμως την αποτυπώνει και ο Βρετανός Humphreys(2) όπου λέει για τον Ανδρούτσο:

«Ανάμεσα στους προύχοντες και τους πλούσιους δεν ήταν αγαπητός, γιατί γύρευε τα βάρη του πολέμου να τα μοιράζονται όμοια πλούσιοι και φτωχοί, πράμα ολότελα αντίθετο στην καθιερωμένη συνήθεια».
Οι εχθροί του δεν αρκέστηκαν φυσικά στην αντιπάθεια εκ του μακρόθεν…αλλά γύρεψαν να τον φάνε. Να πως περιγράφει ο ίδιος σε γράμμα του στον Στανχοπ(Stanhope)(3):

«Σας αναφέρω δε τούτο, διότι τρεις με επυροβόλησαν. Την πρώτην φοράν εις Ναύπλιον. Καθ’όλας αυτάς τας περιπτώσεις συνέλαβα τους ενόχους και τους παρουσίασα προσωπικώς εις την Κυβέρνησιν. Εις την πρώτην περίστασιν η Κυβέρνησις είπεν ότι θα δικασθούν την επομένην. Το πρωΐ, ενώ εκαθήμην εις το παράθυρόν και επερίμενα την δίκην, εκ δευτέρου με επυροβόλησαν. Αμέσως έτρεξα και συνέλαβα τους κακούργους και τους παρουσίασα πάλι εις την Κυβέρνησιν, μ’απεκρίθησαν δε ότι την επιούσαν θέλουν δικασθή. Επερίμενα. Αλλά την επομένην είδα αιφνιδίως τους αυτούς να με πυροβολήσωσι δια τρίτην φοράν. Πάλιν τους συνέλαβα και τους παρέδωκα εξ νέου εις χείρας της Κυβερνήσεως και έκτοτε ανεχώρησα δια τον στρατόν. Μόλις δε είχα αναχωρήσει και εις το δρόμον λαμβάνω γράμμα από τον Σκώτο λοχαγόν Φίνλαιϊν, ο οποίος με παρεκάλει να ταχύνω προς αυτόν, επειδή η ζωή μου και η ιδική του ευρίσκοντο εις κίνδυνον, αφού ενταμώθημεν, επληροφορήθην, ότι η Κυβέρνησις έστειλεν έναν άνθρωπον, ο οποίος του επρόσφερε δέκα χιλιάδες τάλληρα, δια να παραδώσει την οικίαν μου(την σπηλιά του εννοεί) εις αυτόν τον απεσταλμένο… Είκοσι έως τριάκοντα άνθρωποι πληρωμένοι από τους αισχρούς κυβερνήτας μας παραφυλάττουσι να εύρουν ευκαιρία να με δολοφονήσουν».

Για να μην τα πολυλογάμε ο Ανδρούτσος αφού παραδόθηκε, φυλακίστηκε στον Φραγκόπυργο της Ακρόπολης(δεν υπάρχει τώρα). Και ίσως αυτό δεν ήταν αρκετό για την Κυβέρνηση που είχε τάξει την αρχιστρατηγία της Ανατολικής Ελλάδος στον πρώην φίλο του Δυσσέα, τον Γκούρα ο οποίος είχε ενταχθεί στον νταϊφά του Ανδρούτσου με αρμοδιότητα να του κρατάει το σκυλί, τον Σαμψώνη…
Καθώς βρισκόταν στο κελί του ο Ανδρούτσος τα ξημερώματα μεταξύ 4 και 5 Ιούνη ένας ήταν ο μάρτυρας της των δραματικών τελευταίων στιγμών του ο σκοπός Κωνσταντίνος Καλατζής. Γέρος πια εξιστόρησε όλα όσα θυμόταν στον δικηγόρο Σπ. Φόρτη κι’αυτός έπειτα από χρόνια στις 25 Δεκέμβρη του 1898 δημοσίευσε αυτή την αφήγηση στην εφημερίδα «Καιροί». Να λοιπόν οι τελευταίες στιγμές του Δυσσέα:


«…Ήτο η Τρίτη των Χριστουγέννων του 1863 έτους ημέρα, ενθυμούμε καλώς την εποχήν την εσημείωσα διότι μοι επροξένησε βαθειά αύτη εντύπωσιν και φρίκην εξ όσων κατ’αυτήν ήκουσα και απεμνημόνευσα.
Περί την εσπέραν της ημέρας ταύτης, χάριν της μεγάλης εορτής, μας επεσκέφθη ο αείμνηστος της φάλαγγας ταγματάρχης, ο γεναίος εκείνος του ιερού αγώνος στρατιώτης, ο λεβέντης και ευθυτενής ως υψίκορμος κυπάρισσος γέρων Κωνσταντίνος Καλατζής. Επειδή ην χειμών δριμύς τον ωδήγησα εις το χειμωνιάτιοκο, όπου ην η εστία, εν η έλαμπε και διέπρεπε πυρά ωραία και ζηλευτή, τρεφόμενη από ξηράς σχίνων και κοτίνων ρίζας.
Μετά τας αμοιβαίας επι ταις εορταίς ευχάς, εγώ, όστις εμμανώς ηγάπων τας ιστορίας και τα διηγήματα του ιερού αγώνος, εξ ων πλείστα πολλάκις είχεν ημίν διηγηθή ο καλός ταγματάρχης ιδίως δ’επειδή, ως εγίγνωσκον, ην αυτόπτης των κατά την τελευτήν του στρατηγού και αυτήκοος, τον παρεκάλεσα θερμώς να μας διηγηθή ταύτα. Εις την παράκλησιν μου βαρύ στενάξας και μετά μεγάλην του γεναίου στήθους ανάπλασιν, μοι απήντησε: «Τι τα θέλεις αυτά τώρα παιδί μου, αυτά πέρασαν πλέον, ας όψονται οι αίτιοι» ,εδίσταζε να αρχίση. Τη επιμόνω όμως παρακλήσει μου προβάντος εκ περιέργειας μέχρι φορτικότητος, ήρξατο διηγούμενος τα της τελευτής του στρατηγού ως εξής:
« -Επειδή επιμένετε τόσον, ακούστε πως συνέβη του στρατηγού ο θάνατος, από καιρόν τον είχον φυλακίσει εις την μεγάλην της Ακροπόλεως Κουλιάν, του είχαν βάλει εις τα χέρια και τα πόδια σίδερα με μπάλαις βαρειαίς, τροφήν δεν του έδιναν τακτικά, ούτε καλήν, ούτε στρώμα. Όταν εγώ τον είδα εις την φυλακήν ήτο ανάλλαγος, λερωμένος, κουρελιασμένος με ένα κοντοκάππι και με τον ιστορικόν καλογηρόσκουφον λυγδωμένο από την λέρα.
Την νύκτα εκείνην όπου εχάθη, εγώ ήμουν σκοπός εις την πόρτα της Κούλιας, η οποία ήταν κλειδωμένη. Ήτο νύκτα πολύ σκοτεινή δεν έβλεπες το δάκτυλό σουμ έπεφτε ψιλή βροχή και ήμην τυλιγμένος με τη κάππαν μου, ήσα περασμένα τα μεσάνυχτα , όταν βλέπω τέσσαρας άνδρες να έρχωνται προς την φυλακήν.
Ο ένας κρατούσε φανάρι, ήσαν δε αρματωμένοι καλά, ένας άλλος εστάθη ολίγον μακράν και δεν τον είδον καλά ποίος ήτο, αλλ’ως εννόησα ήτο ο επι κεφαλής των, ήτο η έφοδος προς επιθεώρησιν της φυλακής, ήσαν γνωστοί μου, ο Τριανταφυλλίνας(το είχε χαστουκίσει ο Δυσσέας μπροστά σ’όλο το στρατόπεδο κάποτε και το κράταγε**), ο Τσαμάρας και ο Μαμούρης( ξάδερφος του Γκούρα) και ένας στρατιώτης Σουλιώτης, του οποίου δεν ενθυμούμαι τώρα το όνομα.
Άμα επλησίασαν αμέσως έγινεν «αλλαγή» και αντ’εμού έθεσαν σκοπόν τον στρατιώτην εκείνον, εγώ δε διετάχθην αμέσως να υπάγω να κοιμηθώ. Αμέσως απεμακρύνθην εις το σκότος. Αλλ’υποπτευθείς απαίσια δια τον στρατηγόν κρυφά κατεσκόπευον τας κινήσεις των, πλησιάσας ικανώς απαρατήρητος ως εκ του ψηλαφητού σκότους, ήκουσα τον κρότον των κλείθρων της φυλακής. Την άνοιξαν και εισήλθον εις τον Πύργος οι τρεις, ο δε σκοπός έστεκεν εις την μισοανοιχτήν πόρταν της φυλακής. Άμα εισήλθον αυτοί μέσα, ηκούσθη ο κρότος των αλυσίδων των δεσμών του στρατηγού, όστις βεβαίως με την απροσδόκητον ταύτην επίσκεψιν θα εσηκώθη. Τον ήκουσα να λέγει προς αυτούς : " Ωρέ ξέρω καλά ποιος σας έστειλε σας εδώ και γιατί ήρθατε τέτοια ώρα εδώ μέσα. Δε μ’λύνετε τόνα χέρι να σας δείξω ποιος είμαι και πως με λένε; Αυταίς εδώ τις σαπιοκοιλιαίς δεν τις συνερίζομαι, μα συ μωρέ Γιάννη(Μαμούρης), γιατί;"
Εις ταύτα αμέσως, ως ενόησα εκ της ταραχής η οποία ηκολούθησεν, επετέθησαν κατά του δέσμιου. Ήκουσα το βόγγημα, τους αναστεναγμούς και μούγκρισμα του λεονταριού εκείνου και η καρδία μου εραγίζετο. Και μετά ταύτα σιωπή τελεία…
Μετ’ολίγον είδον τους τέσσαρας να βαδίζωσιν προς το τείχος της Ακροπόλεως το βλέπον προς το μέρος του Μακρυγιάννη με το φανάρι. Εκεί ηκούετο κτύπος όμοιος με εκείνον που γίνεται όταν εμπήγουν στύλον εις την γην.
Κατόπιν τους είδα πάλιν να γυρίζουν εις την Κούλιαν, αφ’όπου επήραν βαρύ τι πράγμα και το επήγαν μαζί μετά δυσκολίας εις το μέρον όπου ήκουον τον κρότον. Εκεί κάτι έκαμον ανακατευόμενοι και μετ’ολίγον πάλιν ήκουσα κτύπον πέτρας η οποία κτυπά επί της άλλης πέτρας. Αμέσως δε μετά τούτο εκείνοι μεν έγιναν άφαντοι, εγώ δε σιγά επήγα εις το κατάλυμά μου.
Το πρωΐ άμα εσηκώθην έμαθον ότι είχε διαδοθή πανταχού, ότι ο Οδυσσέας δραπετεύσας την νύχταν και θελήσας δια σχοινίου δεδεμένου να καταβή από το τείχος της Ακροπόλεως, κοπέντος του σχοινίου, κατέπεσεν από του ύψους και εφονεύθη.
Όπως όλος ο κόσμος επήγα και εγώ και είδα τα εξής: Εις μέρος όπου ήκουον τους κτύπους ήτο μπηγμένο μεγάλο παλούκι, δεμένο εις αυτό ακόμη τεμάχιον τριχιάς της οποίας η άκρη εφαίνεντο ξασμένη. Όταν δε επήγα κάτω είδον το πτώμα του ατυχούς στρατηγού φέρον εις την μέσην δεμένον από έξω από το κοντοκάππι του ένα μακρύ κομμάτι τριχιάς. Το στόμα του ήταν καταματωμένον, το επάνω και το κάτω χείλος του ήταν κομμένα σαν δαχτυλίδι στρογγυλά, σαν να το χτύπησε κανείς και να τά’κοψε με το στόμα ντουφεκιού ή πιστόλας.
Ο λαιμός του είχε μαυρίλας και σημάδια από νύχια, εστάλη ένας άλλος γιατρός να κάμη νεκροψίαν και έθεσεν περί του θανάτου του, έμαθα δε ότι, επειδή επιστοποίησεν ότι ο θάνατος προήλθεν εκ βίας διότι τα σημεία αυτής ήσαν φανερά, έσχισαν την έκθεσιν αυτού και έκαμαν άλλην(*) δια της οποίας εβεβαιούτο ότι του στρατηγού ο θάνατος προήλθεν εκ πτώσεως από μέρους υψηλού, μετά ταύτα έγινεν η κηδεία του πολύ καταφρονεμένη και χειροτέρα και του τελευταίου καταδίκου, τον έθαψαν σαν σκυλί εις τον ναόν του Αγίου Δημητρίου προς δυσμάς της Ακροπόλεως


Χώρια από τους φυσικούς αυτουργούς που περιέγραψε ο Καλατζής, αυτός που τους έστειλε, που τον γνωρίζει όπως είπε ο Ανδρούτσος, ήταν ο Γκούρας που τυφλωμένος από τα ταξίματα δεν λογάριασε τίποτα. Την ενοχή του την παραδέχτηκε και ο ίδιος στον Μακρυγιάννη: Μιλώντας ο Μακρυγιάννης στον Γκουρα «" Όχι 'σ ένα μήνα να σε βιάζουν να φύγουν. Σου βάλαν υποψίες οι απατεώνες ότι θα σε σκοτώσω μ' απιστιά εξαιτίας του Δυσσέα, οπού τον σκότωσες. Αδελφέ, δεν έπρεπε να γένη αυτό εις τον ευεργέτη σου και να 'ρθη από σένα. Τώρα έγινε.»

Ο μεγάλος Δημήτρης Φωτιάδης(4) γράφει για τους υπαίτιους της δολοφονίας:
«Τη δολοφονία του Αντρούτσου την οργάνωσαν ο Μαυροκορδάτος κι ο Κωλλέτης και την απόπειρα ενάντια στον Τρελόνι οι Εγγλέζοι με τον Μαυροκορδάτο, γιατί ενώ τον είχαν στείλει για πράκτορα, είχε την αποκοτιά να επηρεαστεί από τον αγώνα του λαού μας για τη λευτεριά του κι αρνήθηκε να παίξει το παιχνίδι τους»

(*)Ο νέος ιατροδικαστής ήταν ο «φιλέλληνας¨ Ιταλός Vitali ο οποίος δείχνοντας την αντικειμενικότητά του γράφει στην ιατροδικαστική του έκθεση: «…επέφερον(τα τραύματα) αυτοστιγμεί τον θάνατον, άξιον εις κακούργον προδότην της πατρίδος»….




(1)http://kleftouria.blogspot.com/2008/04/1821_19.html
(2)Humphreys,Pictures of Greece,τ.β,σελ.210
(3)Φωτιάδη-Καραισκάκης,σελ.383
(4)Δημήτρης Φωτιάδης,Καραισκάκης,σελ431

Τετάρτη 21 Ιανουαρίου 2009

Η Αθήνα στην δεύτερη χιλιετία

Η Αθήνα παρά τις καταστροφές που υπέστη(καταδρομές, σεισμούς, επιδημίες) δεν έπαψε να προκαλεί την περιέργεια πολλών δυτικών που τους έκανε να φτάσουν στην Αττική γη και να δουν από κοντά τους τόπους για τους οποίους τόσα είχαν διαβάσει. Οι αρχαιότητες είχαν διατηρηθεί σε μεγάλο βαθμό αφού οι Τούρκοι είχαν δείξει αξιοσημείωτο σεβασμό, όπως σημειώνει και ο Άγγλος Dodwell(1) όταν αναφέρει ότι : « Οι Τούρκοι σεβάστηκαν τον Παρθενώνα και δεν έθιξαν διόλου τις Καρυάτιδες». Ο ιδιότυπος «φιλελληνισμός» πολλών δυτικών και οι βαρβαρότητες των Βενετών υπήρξαν τελικά η αιτία της καταστροφής σημαντικού μέρους των αρχαιοτήτων.



Ξεκινώντας από τον Άραβα γεωγράφο Εδρισή το 1154 (2), η Αθήνα χαρακτηρίζεται ως «Πολυάνθρωπη πολιτεία που περιβάλλεται από περιβόλια και αγρούς».
Τα πολλά περιβόλια κάνουν εντύπωση και το 1580 ο Γερμανός Reinhold Lubenau(3),όπου συναντάει Αθηναίους που κάθονταν κάτω από τα δέντρα κοντά σε δροσερές πηγές και έπαιζαν μουσική και τραγουδούσαν, κάνοντας τον Lubenau να εγκωμιάζει την μελωδία των αθηναϊκών τραγουδιών. Εντύπωση του προκαλεί και η μακροζωία των κατοίκων της Αθήνας και το υγιεινό κλίμα της, ενώ ο αέρας της τόσο πολύ ευωδίαζε τόσο «που ένοιωθες να σε τυλίγει μια παράξενη γοητεία. Η πολιτεία είναι χτισμένη σε πολύ υγιεινή περιοχή. Είδα εκατοχρόνιτες που δεν θυμούνται ν’αρρώστησαν ποτέ στη ζωή τους. Αντίθετα στις γειτονικές περιοχές παρατηρείται μεγάλη θνησιμότητα από τις επιδημίες».

Οι κάτοικοι της Αθήνας είναι Έλληνες, Εβραίοι και αρκετοί Ιταλοί. Η ακρόπολη είχε εκείνη την εποχή κατακλυστεί από γενίτσαρους ύστερα από πληροφορίες ότι «οι Ισπανοί πλέουν με την αρμάδα τους εναντίον της αυτοκρατορίας».
Η κατάσταση όμως της Αθήνας το 1609, όταν την επισκέφθηκε ο Άγγλος William Lithgow (4) ήταν απελπιστική, να η περιγραφή του:
« Από όλη αυτή τη χώρα, από το ένδοξο παρελθόν της έμεινε μονάχα το όνομα. Οι τουρκικές βαρβαρότητες και ο χρόνος εξαφάνισαν όλα τα αρχαία μνημεία. Απάνθρωπες οι συνθήκες της ζωής, ούτε ίχνος πνευματικών ενδιαφερόντων. Οι σημερινοί Έλληνες είναι σαν φυλακισμένοι σε κάτεργο, είναι σκλάβοι σκληρόψυχων τυρράνων. Έχει τόσο παραμορφωθεί αυτό το άλλοτε πλούσιο βασίλειο, τόση δυστυχία βασανίζει αυτό το λαό που ένοιωσα να σπαράζη η καρδιά μου καθώς έβλεπα τα τρομακτικά έργα της σκληρής μοίρας που βύθισε στην άβυσσο της λησμονιάς μια ένδοξη εποχή.»
Περιγράφει την Αθήνα σαν μια ασήμαντη πολίχνη, οι Αθηναίοι όμως ευημερούσαν:
« Οι Αθηναίοι με φιλοξένησαν πλουσιοπάροχα τέσσερες μέρες. Με περιποιήθηκαν, με τραπέζωσαν και μου πρόσφεραν κάθε λογής εφόδια για το ταξίδι μου στην Κρήτη. Με μετέφεραν μάλιστα δωρεάν μ’ένα μπριγιαντίνι στο Τσιρίγο.

Τους ευχαρίστησα, κι’εκείνοι μου ανταπέδωσαν τις φιλοφρονήσεις μιλώντας μου για τη δίψα τους να μάθουν νέα από τον έξω κόσμο και την εκτίμηση που έτρεφαν για τους ξένους ταξιδιώτες
».

Το 1623 ο Γάλλος Louis Deshayes(5) αναφέρει για τους πολίτες της Αθήνας ότι:
« Είναι όλοι Έλληνες και υπομένουν τη βάρβαρη μεταχείριση των λιγοστών Τούρκων. Υπάρχει ένας καδής, ένας σούμπασης και μερικοί γενίτσαροι που ανανεώνονται από την Πύλη κάθε τρείς μήνες».


Σημαντικός σταθμός στον περιηγητισμό στη Ελλάδα είναι το ταξίδι του Τούρκου Εβλίγια Τσελεπή περίπου το 1641(6).
O Εβλίγια ήταν ίσως ο μόνος περιηγητής που είδε τον Παρθενώνα από κοντά, αφού στους «Φράγκους» απαγορευόταν η ανάβαση στην Ακρόπολη. Και φυσικά ο Παρθενώνας που είδε ήταν ο Παρθενώνας προ Μοροζίνι. Ο Εβλίγια κάπως αφελώς και παρεφθαρμένα μεταφέρει τις τοπικές παραδόσεις μεταφερμένες με τη σειρά τους από τους Τούρκους της περιοχής, να τι γράφει για την Αθήνα:


«-Ιδρυτής της Αθήνας είναι ο ιερεύς Σολομών. Ας έχει ειρήνη». Προφανώς μπερδεύοντας τον Σολομώντα με τον Σόλωνα.
« Επειδή μαζεύτηκαν στην πόλη της Αθήνας εφτά χιλιάδες φιλόσοφοι διαφόρων επιστημών γι’αυτό ιστορική όλων των εθνών ονόμασαν την πολιτεία αυτή «πόλη των αρχαίων σοφών». Οι φιλόσοφοι της πολιτείας όλοι μαζί προσπάθησαν να βρουν τη θεραπεία του θανάτου. Δεν κατώρθωσαν όμως να ανακαλύψουν τη θεραπεία για χιλιάδες αρρώστιες, έγιναν και δυνάμωσαν τα κορμιά τους με εξαιρετική δίαιτα και με επίμονη άσκηση και έτσι ζούσαν 300 χρόνια».

Η ιστορική ακμή της Αθήνας ζωντανή στις μνήμες των κατοίκων της, ήταν γνωστή ακόμα και στους Τούρκους της περιοχής, αν και παρεφθαρμένη.
Εντύπωση του προκαλούν όμως τα αρχαία μνημεία της πόλης.
« Σ’αυτή την ανθηρή πόλη βρίσκονται όλα τα θαυμαστά και αξιοπερίεργα πράγματα του κόσμου και πλήθος έργα τέχνης. Υπάρχουν χιλιάδες ειδών γλυπτά από άσπρο μάρμαρο που παριστάνουν κάθε λογής όντα, περίεργα και αξιοθαύμαστα. Επίσης υπάρχουν αγάλματα που τα αγαπούν εξαιρετικά οι Φράγκοι. Οι επισκέπτες που τα περιεργάζονται τα θαυμάζουν. Ο νους τους σταματά και τα κορμιά τους ανατριχιάζουν, τα μάτια τους δακρύζουν και θαμπώνουν. Τα αγάλματα φαίνονται σα να είναι ζωντανά. Και καθώς βλέπουν προς τους θεατές τους άλλα χαμογελούν και άλλα είναι βλοσυρά ή μελαγχολικά. Για να περιγράψω τα αγάλματα χρειάζομαι ολόκληρο βιβλίο. Και πρέπει να σταματήσω την περιοδεία μου. Έπειτα δεν μπορεί να τα συλλάβει ο νους του ανθρώπου. Τα αγάλματα είναι θαύμα θαυμάτων. Αδύνατον να έγιναν από ανθρώπινα χέρια.
Όσα και αν γράψει κανείς γι’αυτά τα αριστουργήματα της τέχνης είναι λίγα και δεν φθάνουν. Είναι απόλυτη ανάγκη να επισκεφθεί κανείς την πόλη της Αθήνας για να καταλάβει πως ήταν η αρχαία εποχή. Γιατί ποτέ δεν είναι το ίδιο να ακούει κανείς με το να βλέπει. Μια σοφή αραβική παροιμία λέει πως το να βλέπει κανείς είναι η καλύτερη από τις πληροφορίες.
Εγώ ο ταπεινός, ο γεμάτος ελαττώματα, από το έτος 1050 της Εγείρας(1641) γυρίζω τις εφτά χώρες της οικουμένης. Αλλά όσα είδα στη Ρώμη της Φραγκιάς, στο κάστρο του Εστρεγκομ, στην πολιτεία της Βιέννης και στην πόλη του Άμστερνταμ της Ολλανδίας, είναι σχεδόν τίποτα αν τα συγκρίνεις με τα αριστουργήματα αυτά της Αθήνας. Οποιοσδήποτε περιηγητής του κόσμου, αν δεν επισκέφθηκε και δεν περιεργάσθηκε την πόλη αυτή της Αθήνας, ας μην πη πως είναι κοσμογυρισμένος
».
Έγραψε και έναν ύμνο για την ομορφιά της Ακρόπολης:
« Μ’όλα αυτά, στη σφαίρα του κόσμου δεν υπάρχει τέτοιος λαμπρός ναός, που ν’ανοίγει τόσο την καρδιά του ανθρώπου.
Όλα τα τζαμιά του κόσμου είδα
Μα όμοιο μ’αυτό δεν είδα.
Αυτό το δίστιχο ταιριάζει σε τούτον τον φωτεινό, τον λαμπρό ναό, γιατί παρόμοιος του δεν υπάρχει στις ευτυχισμένες χώρες. Μακάρι ως την συντέλεια των αιώνων να είναι τόπος προσευχής και να παραμείνει στέρεος και παντοτεινός.Αμήν
».(Κώστας Μπίρης-«Τα Αττικά του Εβλιά Τσελεπή»).
Για τον πληθυσμό της Αθήνας αναφέρει ότι κατοικείται από 4,000 άπιστους(Ρωμιούς). Αναφέρει ότι :
" Οι μουσουλμάνοι της πολιτείας δεν είναι συμπαθείς και δεν έχουν καμιά αρχοντιά και υπόληψη, γιατί οι άπιστοι είναι πολύ πλούσιοι έμποροι και έχουν συνέταιρους στα πέρατα της Ευρώπης».
Εντύπωση ακόμα του κάνουν οι Ελληνοπούλες:
« Στην Αθήνα υπάρχουν κορίτσια των Ρωμιών, που όμοια και αντάξια τους δεν βρίσκονται στον κόσμο. Είναι κάτασπρα, έχουν σπαθάτα φρύδια, στόμα μικρό σαν καλαμάρι, δόντια μαργαριταρένια, μάγουλα ασημένια μ’ένα λακκάκι στο σαγόνι, πρόσωπο σαν το φεγγάρι.»



Και τα ελληνόπουλα του προκάλεσαν εντύπωση…
« Υπάρχουν επίσης αγόρια σαν τις νεράιδες, αγγελοπρόσωπα, με λαφίσια μάτια, γλυκομίλητα, αργυροπρόσωπα, λυγερά, φεγγαροπρόσωπα, με μέτωπα που φεγγοβολούν. Γοητευτικά, αξιαγάπητα, χνουδάτα, που μιλάνε γλυκά και απέριττα».
Στέλνοντας ένα...μήνυμα προς τους σημερινούς Αθηναίους περιγράφει τον Υμηττό που την εποχή εκείνη το αποκαλούσαν Τρελλό ή Τρελοβούνι.
« Το βουνό Τρελλός βρίσκεται σε δύο ώρες απόσταση από την πόλη της Αθήνας. Οι Ρωμιοί, οι Άραβες και οι Πέρσες, ονόμαζαν το βουνό αυτό, το ψηλό και περήφανο, Ντελή-Νταού, δηλαδή τρελόβουνο. Τα σπαρτά, τα βότανα και τα μυριστικά που βρίσκονται απάνω σ’αυτό το βουνό δεν υπάρχουν σε κανένα κάμπο και μάλιστα πιπέρι και ρωμαίικο ραβέντι, μάραθο, λάπαθο και παρόμοια μεγάλης αξίας θεραπευτικά βότανα, που γιατρεύουν όλες τις αρρώστιες. Μάλιστα την άνοιξη, όποιος ανέβη στην κορυφή του ψηλού αυτού βουνού, η όσφρηση του γεμίζει ευωδίες από συκαμινιές, ζουμπούλια, μάραθα, μοσκορούμια, ζαμπάκια, βασιλικά, φούλια, ανεμώνες και διάφορα είδη χρυσοπότηρων λαλέδων».



Τον 17ο αιώνα, και συγκεκριμένα το 1675, ο Γάλλος La Guilletiere(Andre Guillet)(7), εκδίδει δύο χρονικά όπου περιγράφει με ζωντάνια τόπους και καταστάσεις της Ελλάδας της εποχής του( Athenes ancienne ey nouvelle et l’estat present de l’empire des Turcs,Paris 1675 και Lacedemone ancienne et nouvelle, Paris 1676). Ένα από αυτά τα περιστατικά είναι αυτό που συνέβη μεταξύ του Guillet και της συνοδείας όταν συνάντησε δίπλα από το Θησείο, σε ένα σχολείο που υπήρχε τότε εκεί, και γινόταν μάθημα, τον δάσκαλο και μερικούς άλλους Αθηναίους. Είναι εξαιρετικής σημασίας τα συμπεράσματα που βγαίνουν από αυτόν τον διάλογο μεταξύ του Γάλλου και των Ελλήνων συνομιλητών του, τόσο για τον τρόπο που σκέφτονταν οι Έλληνες της εποχής για την κατάστασή τους όσο και για την αντίληψή τους για την έννοια του έθνους και της ιστορικής συνέχειας του Ελληνισμού.
Η μετάφραση είναι του Κυριάκου Σιμόπουλου (Ξένοι Ταξιδιώτες στην Ελλάδα,333μ.Χ.-1700,σελ.620)
»…Μιλήσαμε ύστερα για το ψωμί. Το αλεύρι δεν ήταν κατά τη γνώμη μας καλοζυμωμένο. Φταίνε οι μύλοι, λέει ο δάσκαλος. Ο Ιλισσός έχει κοπή σ’αυλάκια για τα ποτιστικά και δεν υπάρχει αρκετό νερό για το άλεσμα.
-Και γιατί δεν χτίζετε ανεμόμυλους; ρώτησε ο Άγγλος Drelingston.
-Ναι, χτίσαμε κάποτε, απαντά ψυχρά ο καλόγερος, που μιλούσε ιταλικά, τέσσερες ανεμόμυλους στον κάμπο. Αλλά δεν δούλεψε κανένας.
«Εκείνη τη στιγμή χάσαμε κάθε καλή ιδέα που είχαμε για τους Έλληνες.
Δεν μπορέσαμε να κρατήσουμε τα γέλια κι αρχίσαμε να σχολιάζουμε λατινικά με πολλή δηκτικότητα την αμάθεια των σύγχρονων Αθηναίων.
«Οι άλλοι δεν μιλούσαν διόλου. Κάθονταν σοβαροί και συνοφρυωμένοι. Νομίζαμε πως πήραν αυτό το ύφος επειδή νόμισαν πως είπαν κάτι πολύ σπουδαίο. Και αυτό μας έκανε να διπλασιάσουμε τις ειρωνείες μας. Ο δάσκαλος χαμογελούσε και δεν έλεγε λέξη.
«Ο Betaldi που δεν είχε ακόμα μιλήσει παρατήρησε ότι δεν έπρεπε να κρίνουμε αυτούς τους ανθρώπους με επιπολαιότητα.
-Οι Έλληνες μας ειρωνεύονται. Δίνοντας μας αυτές τις γελοίες απαντήσεις θέλουν να μας εξευτελίσουν για την φλυαρία μας και τις επιπόλαιες ερωτήσεις μας. Δεν υπάρχει καυστικότερη ειρωνεία από τις χλευαστικές απαντήσεις που μας έδωσαν με τόση ψυχραιμία.
«-Τότε εγώ ρώτησα τους Έλληνες αν είχαν ακουστά για κάποιον ένδοξο Αθηναίο, τον Αλκιβιάδη που είχε καταστρέψει την Κωνσταντινούπολη, το αρχαίο Βυζάντιον. Εκείνοι με κοίταζαν με έκπληξη.
«Άρχισα να τους μιλάω για τους ενδόξους προγόνους τους, τον Ολυμπιόδωρο, τον Θρασύβουλο, τον Αρμόδιο και τον Αριστογείτονα.
«Με σταμάτησε όμως ο καλόγερος και με ρώτησε αν αυτοί οι άνθρωποι που ανέφερα ήταν καλοί χριστιανοί, αν ήταν από τη γενιά του Κωνσταντίνου και αν είχαν στην εποχή τους την αξία των σημερινών Αθηναίων, του Δημητρίου Βενιζέλου, του Σταμάτη Παλαιολόγου ή του Πολύμερου Ζαρλή. Ήθελε δηλαδή να συγκρίνει τους δημογέροντες της Αθήνας με τους ενδόξους άνδρες της αρχαιότητος.
«Ξαφνικά ο καλόγερος πέταξε τη μάσκα του, δικαιώνοντας τον Betaldi, και άρχισε να μιλάει ζωηρά:
- Ναι, ειρωνεύομαι τους Αλκιβιάδηδες και τους Ολυμπιόδωρους σας. Κάθε Φράγκος που έρχεται στην Αθήνα, βλέποντας πως η χώρα μας δεν είναι πια όπως κατά την αρχαιότητα μας ελεεινολογεί που δεν θρηνούμε επειδή μια τόσο ένδοξη πολιτεία βρίσκεται στο πέλμα των βαρβάρων. Και με ιερό ζήλο στηλιτεύει τους ηγεμόνες που αλληλοσπαράσσονται αντί να ενωθούν και για το δικό μας συμφέρον και για το δικό τους εναντίον των απίστων. Λόγια, λόγια, λόγια! Εδώ και πέντε αιώνες μιλάνε μάταια στην Ευρώπη για τη δύναμη των χριστιανών της και την κακή χρήση της ελευθερίας. Οι δήθεν σοφοί σας χλευάζουν την αμάθειά μας. Έχουν δίκιο;
Σας δώσαμε κατά την αρχαιότητα τα φώτα του πνεύματος και της επιστήμης. Και όταν ξεχάσατε ό,τι είχατε αποκτήσει από τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη, τον Επίκουρο και τους άλλους αρχαίους, είχαμε την καλοσύνη να σας τους ξαναστείλουμε για δεύτερη φορά περί τα μέσα του ΙΕ’ αιώνα, με τον σοφό Αργυρόπουλο, τον Θεόδωρο Γαζή, τον Γεώργιο Τραπεζούντιο, τον Γεώργιο Γεμιστό
.
Συνεχίζει…
«Γιατί απορείτε; Τον ένδοξο μοναχό Βησσαρίωνα δεν έχρισε ένας από τους πάπες σαν καρδινάλιο; Δεν τον έστειλε λεγάτο στη Γαλλία για να συμφιλιώσει τον Λουδοβίκο ΙΑ’ με τον Κάρολο, τελευταίο δούκα της Βουργουνδίας; Πιστεύετε λοιπόν ότι είσαστε οι μοναδικοί θεματοφύλακες της ιστορίας; Δεν γνωρίζετε ίσως ότι ο πάπας ετίμησε τον Βησσαρίωνα όπως κανέναν από τους καρδιναλίους σας. Παρευρέθη στην κηδεία του. Κάτι που δεν είχε γίνει ποτέ άλλοτε. Δεν πιστεύω πως στις λατινικές κουβεντούλες σας μιλήσατε γι’αυτό το θέμα.
Θα έπρεπε όμως να ξέρετε και μια άλλη λεπτομέρεια: ο Γεώργιος Γεμιστός ήταν πλατωνικός φιλόσοφος και ο Γεώργιος Τραπεζούντιος περιπατητικός. Αυτές οι δύο διδασκαλίες υπάρχουν ακόμα μεταξύ μας και παραμένουν πάντοτε αντίμαχες. Ο Γεώργιος Τραπεζούντιος έγραφε εναντίον της διδασκαλίας τους Πλάτωνος. Είμαι βέβαιος ότι τα έργα του έφθασαν στα χέρια σας. Και δεν αμφιβάλλω πως στον Τραπεζούντιο οφείλεται η εισαγωγή της αριστοτελικής διδασκαλίας στα σχολεία σας.
Πηγαίνετε στην Κωνσταντινούπολη, πηγαίνετε στη Σινώπη το ξακουστό λιμάνι της Μαύρης Θάλασσας. Θα δείτε καθηγητές της Φιλοσοφίας ικανούς να διδάξουν τους δικούς σας δέκα χρόνια συνέχεια. Δεν θα σας μιλήσω από μετριοφροσύνη για τους Αθηναίους

Στον ίδιο τόπο όπου εξαπόλυε τους φιλιππικούς του ο Δημοσθένης, ο απλός Αθηναίος καλόγερος καυτηρίαζε την στάση των Δυτικών έναντι των Ελλήνων, κάνοντας μια ιστορική αναδρομή.
Και καταλήγει:
«Δυστυχώς εσείς οι χριστιανοί Ευρωπαίοι δεν γίνατε σοφότεροι. Και εμείς οι Έλληνες μπορούμε να σας ρωτήσουμε τώρα: Πού είναι το πνεύμα και οι αξίες που κληρονομήσατε από την Ελλάδα;
Όσο για μας ευκαιρία περιμένουμε για να αποτινάξουμε τον ζυγό της οθωμανικής κυριαρχίας. Γιατί η αρχαία ανδρεία του έθνους μας δεν χάθηκε. Έλληνες δεν ήταν οι γενίτσαροι που ως τώρα κατανικούσαν τους στρατούς σας και κυρίευαν τις επαρχίες σας; Γνωρίζετε καλά ότι τα οθωμανικά τάγματα αποτελούνται από τα ελληνόπουλα του παιδομαζώματος. Μπορεί αυτοί οι γενίτσαροι να έχουν τούρκικο όνομα αλλά η καταγωγή τους είναι ελληνική

Το όνομα του ήταν ιερομόναχος Δαμασκηνός.
Ο Andre Guillet μας δίνει αρκετές ακόμα χρήσιμες πληροφορίες. Φτάνοντας από το Πόρτο-Κάγιο στον Πειραιά ή όπως λεγόταν τότε Πόρτο-Λεόνε δίνει αυτήν την περιγραφή:
« Το μόνο που βλέπει κανείς σήμερα στον Πειραιά είναι ένα ωραιότατο μαρμαρένιο λιοντάρι, που έδωσε και τα’όνομά του στο ένδοξο λιμάνι. Έχει ανοιχτό στόμα και κοιτάζει προς τη θάλασσα. Σου δίνει την εντύπωση πως μουγγρίζει κι’είναι έτοιμο να ορμήσει στα αραγμένα καράβια.
Υπάρχει ακόμα ένα καραβάν-σεράι αλλά όχι σαν εκείνα που βλέπεις στην Τουρκία όπου χρησιμεύουν για ξενοδοχεία των ξένων. Το καραβάν-σεράι του Πειραιά είναι μια άθλια αποθήκη όπου τοποθετούνται τα εμπορεύματα που εκφορτώνονται από τα καράβια σε περίπτωση βροχής ή όσα μεταφέρονται από την Αθήνα για εξαγωγή
».
Οι Αθηναίοι έχοντας επίγνωση των αρχαίων παραδόσεων έχουν αυτή τη συνήθεια, όπως την περιγράφει ο Guillet:
«Όταν ο δικαστής υποχρεώνει σε μια πολιτική υπόθεση τον Αθηναίο να ορκισθει στο Ευαγγέλιο ανοίγει την Καινή Διαθήκη στο κεφάλαιο 17 των Πράξεων των Αποστόλων και του επιβάλλει να ακουμπήσει την παλάμη του στη σελίδα. Αυτή η λεπτομέρεια αποκτά μια πρόσθετη έννοια επισημότητος επειδή το κεφάλαιο 17 αναφέρεται στον προσηλυτισμό του Διονυσίου του Αρεοπαγίτου στον χριστιανισμό κατά την περίφημη επίσκεψη του Αποστόλου Παύλου
».
Συνεχίζει:
« Όσο για τον αριθμό των κατοίκων με έκπληξη είχα διαβάσει και ακούσει χίλιες φορές ότι η Αθήνα είναι σωστή έρημος. Σίγουρα οι ταξιδιώτες που δημοσίευσαν αυτές τις πληροφορίες περιορίσθηκαν να μπουν στην πολιτεία και να βγούν. Ίσως έφθασαν στην Αθήνα κάποια μέρα που έβρεχε και δεν βρισκόταν άνθρωπος στους δρόμους ή σε περίοδο επιδημίας που ανάγκασε τους κατοίκους να εγκαταλείψουν την πολιτεία και να εγκατασταθούν στην εξοχή. Η Αθήνα έχει πληθυσμό δέκα πέντε ή δέκα έξι χιλιάδων κατοίκων. Απ’αυτούς χίλιοι ως χίλιοι διακόσιοι είναι Τούρκοι. Όσο για τους Εβραίους δεν τους ανέχτηκαν ποτέ οι Αθηναίοι μ’όλο που ζουν πολλοί στις γειτονικές περιοχές και κυρίως στη Θήβα και στον Εύριπο(Εύβοια).»
Από τους 15-16,000 κατοίκους οι 1000-1200 είναι Τούρκοι και οι υπόλοιποι Έλληνες για τους οποίους γράφει ο Guillet:
« Η γλώσσα τους είναι η λιγότερο παρεφθαρμένη σ’ολόκληρη την Ελλάδα. Μόνο στην Αθήνα γίνονται κατανοητά τα σωστά ελληνικά. ¨όταν μιλάνε νομίζεις πως τραγουδούν.
Είναι γνωστή η ελληνική παροιμία « Για να μιλάς ευχάριστα πρέπει να έχεις τη γλώσσα της Αθήνας και την προφορά του Αναπλιού»
."
Ο Ιταλός Cornelio Magni(8) επισκέφτηκε την Αθήνα και μας άφησε ενδιαφέρουσες πληροφορίες για τους Αθηναίους της εποχής. Γράφει λοιπόν:
« Τα σπίτια της Αθήνας είναι γερής κατασκευής αλλά υστερούν σε αρχιτεκτονική. Ο αριθμός των κατοίκων υπολογίζεται σε δώδεκα χιλιάδες ψυχές, όλοι Έλληνες ορθόδοξοι. Υπάρχουν στην πόλη πολλές εκκλησίες και μοναστήρια με πολυάριθμους και παχύτατους καλόγερους. Όλοι ανεξαιρέτως εκκλησιαστικοί και λαϊκοι, ακόμα και οι γυναίκες τρέφουν βαθύτατο μίσος κατά των Λατίνων. Προτιμούν να προσκυνήσουν το Κοράνιο παρά να ασπασθούν το δικό μας δόγμα.
Οι άρχοντες της πολιτείας είναι μια ντουζίνα περίπου οικογένειες. Μερικοί απ’αυτούς υπερηφανεύονται για την αυτοκρατορική τους καταγωγή. Ισχυρίζονται ότι είναι απόγονοι των Παλαιολόγων. Ματαιόδοξοι και υπερόπτες παριστάνουν ακόμα τους κληρονόμους του Αρείου Πάγου.
Ξεχωρίζουν από τους άλλους Αθηναίους από τη φορεσιά τους που είναι σοβαροφανής και γελοία. Συνηθίζουν το μαύρο χρώμα, μακριές ζακέτες με πλατειά μανίκια για να παριστάνουν τους πατρικίους. Ξυρίζουν ολόκληρο το κεφάλι και το σκεπάζουν με ένα καμελαύκι. Κουρεύουν τα γένεια γύρω-γύρω στο πηγούνι. Οι πιο επίσημοι φοράνε ένα καπέλο δύο σπιθαμές ψηλό από μαύρη καλοδουλεμένη φέλπα. Αυτά τα καπέλλα διατηρούνται στην οικογένεια όπως οι Σταυροί της Μάλτας και άλλων ιπποτικών ταγμάτων της χριστιανοσύνης. Περνούν από πατέρα σε γιό και θεωρούνται πολύτιμη κληρονομιά. Τα κυριώτερα ονόματα αυτών των επιφανών οικογενειών είναι: Βενιζέλος, Παλαιολόγος, Λιμπόνας, Περούλης, Καβαλλάρης. Υπάρχει και η οικογένεια Χαλκοκονδύλη. Είναι απόγονοι του περίφημου Βυζαντινού ιστορικού αλλά σήμερα είναι πάμπτωχοι.
Τα φορέματα των γυναικών δεν έχουν τίποτα ξεχωριστό: ένας κόκκινος σάκκος που αποτελεί το μπούστο και μια φούστα ραμμένη στο πανωκόρμι. Σκεπάζουν το κεφάλι με μια σκούφια από βελούδο ή δαμάσκο, στολισμένη με νομίσματα( πολλές φορές είναι χρυσά). Πάνω από τη σκούφια συνηθίζουν ένα άσπρο βέλο που σκεπάζει ολόκληρο το πρόσωπο. Εκείνο που βελτιώνει κάπως την αμφίεση τους είναι ένα ζιπούνι σφιχτό που φθάνει ως τα γόνατα. Καμαρώνουν γι’αυτό το φόρεμα που γίνεται από μποκάρ, βελούδο, λεπτή τσόχα με φόδρα και γουναρικό από κουνάβι, ακόμα και ζιμπελίνα. Στο στήθος έχει γαϊτάνι από χρυσή ή ασημένια κλωστή που το λένε «σύρμα» και κουμπιά χοντρά σαν καρύδι. Αυτά είναι, όλα- όλα τα στολίδια τους
»


Ο Magni υπολογίζει τους Τούρκους της Αθήνας του 1674 σε τρεις χιλιάδες. Από τους οποίους το μεγαλύτερο μέρος κατοικεί στην Ακρόπολη. Σημειώνει επίσης ότι δεν υπάρχουν Εβραίοι στην Αθήνα. Αρβανίτες δεν υπάρχουν εκείνη την εποχή στην Αθήνα και οι μόνοι Δυτικοί είναι οι πρόξενοι της Γαλλίας και της Αγγλίας Chastagnier και Giraud αντίστοιχα.
Ο Magni διασώζει και μια παροιμία της εποχής:
« Να φυλάγεσαι από Οβριό Σαλονικιό, από Ρωμιό Αθηναίο κι’από Τούρκο Χαλκιδαίο.»
Συνεχίζει ο Ιταλός περιγράφοντας μια κυνηγετική εκδρομή στα περίχωρα της Αθήνα, παρέα με τον βοεβόδα της Αθήνας, περιγράφοντας την ενδυμασία των χωριατών της Αττικής(κατά πλειοψηφία Αρβανίτες).:

«Οι άνδρες φοράνε μια πάνινη πουκαμίσα και μπενοβράκια που φθάνουν ως τη μέση της γάμπας. Στο κεφάλι συνηθίζουν, όπως σ’όλη τη χώρα μια κόκκινη σκούφια. Διατηρούν γένεια γύρω από το πηγούνι. Για να προφυλαχθούν από τον ήλιο στερεώνουν πάνω στο μέτωπο ένα μικρό καπέλο που το δένουν με δύο κορδόνια, το ένα κάτω από το πηγούνι και το άλλο στον αυχένα. Ο χωριάτισσες φορούν ένα πολύ ευρύχωρο πουκάμισο με πλατειά μανίκια. Στο πανωκόρμι τους το πουκάμισο είναι μεταξωτό. Πάνω απ’αυτό πέφτει ένα ζιπούνι, από το ίδιο πανί, που φθάνει ως τη μέση της γάμπας. Από το λαιμό κρέμεται ένα ασημένιο κορδόνι με τρύπια νομίσματα, ελάχιστης αξίας. Περίεργος είναι το ξύλινο τσέρκι που στερεώνουν μια παλάμη πάνω από την κορυφή του κεφαλιού και το καλύπτουν με κόκκινο πανί στολισμένο με τέσσερα δάχτυλα δαντέλλα και κεντήματα μ’ασημοκλωστή. Όλες έχουν μια μακριά ουρά μαλλιών που κρέμεται στη ράχη τους σύμφωνα με παλιά ελληνική συνήθεια. Και στα αγάλματα είδα παρόμοιες κομμώσεις."



(1)CLASSICAL AND TOPOGRAPHICAL TOUR THROUGH GREECE, DURING THE YEARS 1801, 1805, AND 1806. BY EDWARD DODWELL
(2) Abou Abd Allah Mohammed Ben Mohhamed Ben-Abd Allah Ben-Edris-al Hammundi/A.Jaubert,Geographie d’Edrisi,Paris 1811
(3) Reinhold Lubenau /C.G. Low: A description of Athens in 1589
(4) Travels and voyages through Europe,Asia and Africa…by William Lithgow, Leith,1814
(5)Louis Deshys baron de Courmesnin: Voyage du Levant fait par le commandement du Roy en l’annee 1621,Paris,1624
(6) Evliya Mehmet Zilh)(μεταφρ. Narrative of travels in Europe, Asia and Africa by Evliya
Efendi,London 1834).
(7) Athenes ancienne ey nouvelle et l’estat present de l’empire des Turcs,Paris 1675
(8) Relazione della citta d’Athene,colle provincie dell’Attica… l’anno 1674,Parma 1688
Συνεχίζεται...