Όπως έχουμε ξαναπεί η συνείδηση των Ελλήνων της Επανάστασης του
ακούω, και ως εν ευεργετικοίς αρχοντικοίς γράμμασι του Γένους ημών ορώ, προ τριακοσίων ήδη ενιαυτών(το εκείθεν δε αφίημι λέγει δια το μακρήγορον) ότε Γουϊδών τις ντε Βίν(Guy de
πως έγεινεν ανόσιον και καταφρονεμένον!
ώ πως εκαταστάθηκε το γένος των Ελλήνων,
και επεριπλέχθήκετε μέσον πολλών κινδύνων,
από τεσάς η φρόνησις και η σοφία όλη
εβγήκε και εξάπλωσε ‘ς την οικουμένην όλη
Και άρματα και γράμματα και η θεολογία
από τεσάς εφάνηκε και η πολλή ανδρεία,
γραμματική, ποιητική, ρητορική, και τ’άλλα,
όσα λεπτά μαθήματα και πράγματα μεγάλα,
όλα εσείς τα βρίσκετε και εμοιράσετέ τα
είς όλα τα βασίλεια, ωσάν με την τρουμπέττα,
ο κόσμος σας επαίνεσεν όλος εις την σοφίαν,
τώρα πως εξεπέσετε ‘ς του Τούρκου την σκλαβίαν.
Αλλοίμον, αλλοίμονον, καλή μου βασιλεία,
και πως εστερηθήκαμεν καλήν σου ομιλία.
και συ, Κωνσταντινούπολις, πως εκαταφρονέθης
και από γένος μιαρόν εκατακυριεύθης,
εχάθηκεν η δόξα σου, εχάθη κ’ή τιμή σου,
και σε ορίζουν βάρβαροι τώρα με την πομπή σου,
και πάτησαν τα τείχη σου και πήραν την στολή σου,
και στέφος το βασιλικόν επήραν οι εχθροί σου,
ώ πως και να εξύπναγεν ο μέγας Κωνσταντίνος,
ο ποίος σε ανάκτισεν με όρεξιν εκείνος,
και να σε ήθελεν ιδείν πως είσαι σκλαβωμένη,
αθλία και ταλαίπωρος και καταφρονεμένη,
…» (2)
Χαρακτηριστικό παράδειγμα η αφήγηση ενός άλλου Ηπειρώτη, του Σταυριανού Βηστιάρη, από τη Μαλσιανή του Δέλβινου, που έζησε στα τέλη του 16ουαιώνα
Στο επικό του ποίημα, λοιπόν, «Ανδραγαθίες του ευσεβεστάτου και ανδρειωτάτου Μιχαήλ Βοεβόδα», προς τιμή του βοεβόδα Μιχαήλ (Mihai Viteazul -1558 -1601) της Βλαχίας, Μολδαβίας και Τρανσυλβανίας,ο οποίος από τη μεριά της μητέρας του ήταν γόνος της Φαναριώτικης οικογένειας των Καντακουζηνών, ο Βηστιάρης περιγράφει τη μάχη μεταξύ των Ελλήνων μισθοφόρων που υπηρετούσαν το πριγκηπάτο, εναντίον των γειτονικών Τατάρων, και πως οι Έλληνες αναθάρρησαν :
Και πρόσταξε να’τοιμασθούν να παν να βρούν τον Χάνη,
και τους Ρωμαίους έστειλαν τρακόσια παλληκάρια,
να’δούσι πόθεν έρχονται, να μάθουσιν καθάρια,
να’δουν αν ήναι περισσοί, αν ήν’μαζί κ’ο χάνης,
να του μηνύσουν γλήγορα, να πάγη και ο Μιχάλης.
Οι δε Τατάροι ήσανε ογδόντα χιλιάδες,
που σέβηκαν και κούρσευσαν παιδία και μαννάδαις,
και ήλθαν εις το Νάσλοβον, κ’ήσαν ταμπαρωμένοι
ο Χάνης και άλλοι περισσοί, όλοι διαλεγμένοι,
κ’εβγήκαν οι Ρωμαίοι αυτοί, τ’άξια παλληκάρια,
ομπρός διαβιγλάτορες να μάθωσιν καθάρια,
να ιδούν αν ήναι περισσοί, να κράξουν και τους άλλους,
να έλθουν εις βοήθειαν να μην τους πάρουν σκλάβους,
και βουλευθήκαν λέγοντες «ας πάμεν μοναχοί μας,
ή να κερδέσωμεν τιμήν, ή να χαθ’η ζωή μας,
Δεν βλέπετ’ότι βούλονται οι Βλάχοι να μας φάγουν
και δια τούτ’εδ’έστειλαν ημάς δια να πιάσουν,
εώς πότε να ήμεσθεν ‘κ τους Βλάχους ωργισμένοι,
και από μεγάλους και μικρούς νάμεσθ’ωνειδισμένοι;
Αλέξανδρος ο βασιλεύς όλην την οικουμένη
με τους Ρωμαίους ώρισεν, διατ’ήσαν ανδρειωμένοι,
και ημείς να γένωμεν δειλοί οπίσω να στραφούμεν;
αν Μακεδόνες ήμεσθεν σήμερον ας φανούμεν,
σήμερον ας τιμήσωμεν και γένος και πατρίδα,
ή σήμερ’ας παιθάνωμεν χωρίς άλλην ελπίδα,
διότι αν κράξωμεν ημείς Βλάχους να μας βοηθήσουν,
θέλουν ειπ’εφοβηθημεν, και θε μας ονειδίσουν,
αλλά ας πάμεν μοναχοί απάνω’ς τους Τατάρους,
κ’ελπίζω να τους πάρωμεν όλους ωσάν γαϊδάρους.». (3)
« κ’οι Ρωμαίοι τους κυνηγούν ωσάν ανδρειωμένοι,
εκεί να ιδής Τατάριδαις ‘ς το χιόνι ξαπλωμένοι,
πολύ κακόν τους έκαμαν όσον να ξημερώσει,…» (στ.177-179):
Στον πύργο λοιπόν του Τζανέτμπεη Γρηγοράκη, στο Μαραθονήσι(Γύθειο), μπροστά σε έναν Αθηναίο, έναν Μακεδόνα, τρεις Κρητικούς και έναν Ηπειρώτη, που είχαν πάει να επισκεφτούν τον «μανιάτμπεη», άρχισαν να τραγουδάνε το σε μορφή διαλόγου «Τραγούδι της Ρούμελης» :
Όλοι βαρούν παιγνίδια
Η Ρούμελη και τα νησιά
Στέκουνε πικραμμένα.
Ρούμελη, για δε χαίρεσαι,
Για δεν βαρείς παιγνίδια;
Στα σίδηρα του Τούρκου,
Μπρε να μου’πης να χαιρεθώ
Πως σε βαστά η καρδιά σου;
Μην είσαι ξένος και έφθασες,
Και ακόμη δεν ηξεύρεις
Τι γίνεται στην Ρούμελη,
Και τι περνά εις την Πόλιν;
Μην είσαι φίλος των Γραικών,
Και απεθυμάς να μάθης
Το τι έχω και δεν χαίρομαι,
Διατί είμαι λυπημένη;
Όποιος και αν είσαι, άνοιξε
Την ιστορίαν, και ίδε
Τ’ήτον η Γραίκια μια φορά,
Και άκουσε τ’είναι τώρα.
Που το τύρρανος μου ερήμαξε
Το γένος των Ρωμαίων;
Που είναι η Αθήνα μου,
Που είναι κείνη η Αθήνα,
Που ο κόσμος εθαμάστηκε,
Και σέβεται ακόμη;
Εκεί επρωτοφάνηκε
Η ελευθερία εις τον κόσμον
Εκεί διαλάλησε ο Σόλων
Των Αθηναίων τους νόμους,
Εκεί έτρεχαν να φωτισθούν
Της Ευρώπης τα έθνη,
Και, από τα πέρατα της γής,
Έρχουντον στην Αθήνα
Των βασιλέων τα παιδιά
Στερηάς και του πελάγου,
Άλλα να ιδούν τα εργόχειρα
Των θαυμαστών τεχνήτων
Άλλα να σμίξουν τους σοφούς,
Να μάθουν επιστήμαις
Ν’ακούσουν παραδείγματα
Από τους φιλοσόφους.
Εκείνη η Αθήνα που αγροικάς
Που έλαβε τόσης φήμην,
Τώρα η σκλαβιά την έφαγε,
Τώρα δεν είναι πλέον.
Τώρα οι διαβάταις που περνούν,
Οι ξένοι που διαβαίνουν
Άλλον εκεί δεν βρίσκουνε,
Άλλον εκεί δεν βλέπουν
Παρά ένα έρημον χωριόν
Κει που ήτον η Αθήνα
Και έναν φιλάργυρον Αγάν
Στον τόπο του Αρεοπάγου.
Και ποιος ν’αράξη στο Μωρηά,
Και δάκρυα να μην χύση;
Και όποιος είχε τον ιδεί
Στον καιρόν των Ελλήνων,
Πρι του παρά να σκλαβωθή,
Έπρεπεν να πιστεύση
Τον είχαν κτίσει οι θεοί
Δια μιαν στολήν του κόσμου,
Και τώρα είναι άγριος και έρημος,
Και άγρια θερία θρέφει.
Όπου ρίξω το βλέμμα μου,
Όπου γυρίσω, βλέπω
Σκλαβιά, χηράδες, και αρφανά,
Και Τούρκους ματολαύταις.
Στην Ρούμελην κάθε πασάς,
Στον τόπον όπου ορίζει
Έστοντας εφταξούσιος,
Ό,τι του ορμήση κάμνει.
Γδύνει, αχανίζει φαμελιαίς,
Και χόρτασιν δεν έχει,
Όσον που να ιδή τον ραγιά
Γυμνόν και πεινασμένον
Και αν είν’κανένας πλούσιος,
Μαύρη, κακή του μοίρα!
Να χάση πλούτη και ζωήν
Κάθε ώρα κινδυνεύει.
Και τα καΰμένα τα νησιά
Ανάπαυσιν δεν έχουν,
Ποτέ δεν λείπουνε απ’εκεί
Οι κλέπτες της θαλάσσης,
Τούρκοι, Φράγκοι, και Βάρβαροι,
Όλοι τα κατατρέχουν
Και ποιος να ιδή την Έγριπον
Να μην κακοκαρδίση;
Την Ρόδο να μην λυπηθή,
Την Κρήτην να μην κλάψη;
Και τα επίλοιπα νησιά
Να μην αναστενάξη;
Βγαίνει και ο Καπετάν πασάς,
Μια φορά τον χρόνον,
Με αρμάδα στο Αρχιπέλαγο
Τον γύρον του να κάμη,
Τρομάρα πιάνει τα νησιά,
Σαν μάθουνε πως φθάνει
Με χρυσά δώρα τρέχουνε
Να τον συναπαντήσουν.
Έτσι και δεν τους ωργισθή
Και δεν τους αφανίζει,
Και ακόμη όλα δεν τα’ακουσες
Όσα οι Ρωμαίοι παθαίνουν,
Κάθε Τούρκος και τύρρανος,
Κάθε Ρωμαίος και σκλάβος,
Ο Τούρκος δέρνει τον Ρωμηόν,
Και ποίος να του μιλήση;
Και να σκοτώση ένα ραγιά,
Ποιος πάει να τον καλέση;
Να μην θαρρής τι ένας Ρωμαιός
Από φοβέρα αφίνει
Να κτυπήθη του βάρβαρου,
Που τρέχει να τον δείρη!
Ρωμηός εις τα’άρματα ποτέ
Τούρκον δεν εφοβήθη,
Μα πρέπει να έχη απομονή,
Ότι αν βαρέση Τούρκον,
Μπορεί να πάρη τα βουνά,
Και ας πάν να τον γυρεύουν!
Μα οι Τούρκοι που δεν σύγχωρουν
Ρωμαίου που να βαρέση,
Πέφτουν και κάνουν αθεσιά
Απάνω εις τους δικούς του.
Νάσουν ποιαίς είναι των Τουρκών
Η κρίσες στον Λεβάντε.
Πόλι μου , που είν’τα κάλλη σου;
Πόλι δυστυχισμένη,
Πόλι μου, φως που εφώτιζες
Ανατολή και Δύσι!
Και τώρα είσαι η κατοικιά
Βαρβαρωτάτου γένους
Και βλέπεις την Άγιαν Σοφιά
Στου Αγαρηνού τα χέρια
Να κάθεται και ο Μάωμεθ
Εις των Γραικών τον θρόνον,
Να θρέφη τα Ρωμαιόπουλα
Με της σκλαβιάς το γάλα.
Ευρώπη, και τι σου έκαμα,
Και χαίρεσαι να βλέπης
Ένα θεριό στον θρόνον μου,
Που δεν χορταίνει αίμα;
Μ’ένα σημάδι του χεριού
Χίλια κεφάλια πέφτουν!
Και εγ’όλα ταύτα βλέπω τα,
Και μαύρα δάκρυα χύνω
Και που να’πω τα πάθη μου,
Κανένανε δεν έχω.
Κανένας δεν ευρέθηκε
Να με παρηγορήση
Φαρμάκι ωσάν τι επότισα
Όλην την οικουμένην,
Και όλοι μ’αλησμονήσανε,
Κανείς δε με λυπάται,
Και οι Μόσκοβες, οι φίλοι μου,
Η μοναχή μου ελπίδα,
Και τι καλό μου εκάμανε
Σαν ήλθαν στον Λεβάντε;
Να μ’αφανίσουν τα νησιά,
Και να με παραιτήσουν
Και πάλιν με τον τύρρανον
Να κάμουν την αγάπην.
Νάσου σε τι ακατάστασιν
Μ’ήφερεν η σκλαβία,
Σκλαβία τόσο σκληρή
Στον κόσμο δεν εφάνη,
Και ελπίδα από καμμιά μεριά
Να λυτρωθώ δεν έχω.
Και συ μου λέγεις να χαρώ
Παιγνίδια να βαρέσω,
Που αλλού, παρά στα δάκρυα μου,
Παρηγοριά δεν βρίσκω.” (4)
« Στήσετ’ελευθερίης θάσσον χορόν, αγλαά τέκνα
Ελλάδος ηγαθέης ήθεα μαιόμεναι»
(2) Bibliotheque grecque vulgaire /publiee par Emile Legrand.
(3) Recueil de poemes historiques en grec vulgaire : Relatifs a
(4) Voyage de Dimo et Nicolo Stephanopoli en Grèce : pendant les années V et VI (1797 et 1798)... d'après deux missions, dont l'une du Gouvernement français et l'autre du général en chef Buonaparte. [Volume 2], Stephanopoli de Comnène, Dimo (1729-1802), εκδ.1799, σελ.74.
(5) Bibliographie hellenique, ;ou description raisonnee des ouvrages publies en Grec par des Greces aux Xve et XVIe siecle, Emile Legrand. Paris, 1885-1906, τομ.1, σελ.31.
4 σχόλια:
Γενικά, τα όσα (λίγα ομολογουμένως) έχω διαβάσει για τις απόψεις των, τουλάχιστον στοιχειωδώς, μορφωμένων απ'τους τελευταίους αιώνες του Βυζαντίου μέχρι και τον 18ο-19ο αιώνα δείχνουν πως υπήρχε μια εικόνα για τον "Ελληνισμό" ή την "Ρωμαιοσύνη" όπως αυτή που είχε ο Παπαρρηγόπουλος. Λίγο Αθήνα, λίγο Μεγαλέξανδρος, λίγο Βυζάντιο.
Η προσκόλληση στο κλασικό (προ-ελληνιστικό) παρελθόν μόνο μου φαίνεται πως είναι ένα σύντομο και περιορισμένο συμβάν, ιστορικά. Ακόμη περισσότερο, δεν είμαι σίγουρος κατά πόσο μια ξαφνική αναλαμπή μέσω της επιρροής του "νεοελληνικού διαφωτισμού" απ'τη Δύση εξηγεί πλήρως τις ιδέες περί "έθνους" που προέκυψαν χωρίς να λαμβάνεται υπόψη όλη αυτή η παλαιότερη φιλολογία.
Ευεργετικότατο θα ήταν για τον φίλο ''Ανώνυμο'' αλλά και για ό λ ο υ ς τους Έλληνες να μελετήσουν το προσφάτως εκδοθέν βιβλίο του κ.Μελέτη Η.Μελετόπουλου που επιγράφεται ''Το ζήτημα του πατριωτισμού'' από τον εκδοτικό οίκο Παπαζήση και να ενημερωθούν αλλά και να προβληματισθούν,να συνειδητοποιήσουν λάθη μας,το ποιοι είμαστε και το πως θα 'μπορούσαμε χωρίς ιδεοληπτικές παρωπίδες,αγκυλώσεις και μεγαλαυχίες να είχαμε φθάση,οδηγήση την πολυστένακτη Πατρίδα μ α ς,την Ελλάδα..
Γενικά τα αρθρα σου καταδεικνύουν το συναίσθημα της εποχής με χαρακτηριστικό τρόπο. Ταύτηση του Ρωμιός , Γραικός , Ελληνας.
Καλησπέρα.
Αναζητώ περισσότερες πληροφορίες για τον Σταυριανός Βηστιάρης μήπως θα μπορούσατε να με βοηθήσετε;
Σας ευχαριστώ.
Θα σας ήμουν υπόχρεος
Δημοσίευση σχολίου