Τρίτη 24 Νοεμβρίου 2009

Προς την Επανάσταση, ταυτότητα των Ελλήνων.(α)

Το γεγονός της Επανάστασης του ’21, με το οποίο κυρίως θέλει να καταπιαστεί το ιστολόγιο της Κλεφτουριάς…, μόνο ένα απλό πολεμικό γεγονός δεν ήταν. Χρειάστηκε την πνευματική αφύπνιση των Ελλήνων, όπως εκφράστηκε από του λόγιους της Τουρκοκρατίας και πέρασε ύστερα στο λαό, η οποία είχε τις ρίζες της πολύ πριν τις αρχές του 19ου αιώνα.

Θα προσπαθήσω παραθέτοντας κάποια κείμενα από την ύστερη βυζαντινή εποχή ως τους τελευταίους αιώνες της τουρκοκρατίας, να αντιληφθούμε τα χαρακτηριστικά της συνείδησης των Ελλήνων/Ρωμιών, σε σχέση με την καταγωγή τους, τη γλώσσα τους, τους δεσμούς μεταξύ τους, το όνομά τους, τη σχέση τους με τους προγόνους τους, τη σχέση του με τους γείτονες(αλλόγλωσσους-αλλόθρησκους) τους κ.α.

Θα αρχίσω με δύο σπουδαίους λόγιους, Επτανήσιους του 15ου-6ου αιώνα.

Ο πρώτος είναι ο μοναχός Παχώμιος Ρουσάνος, επονομαζόμενος και Ρακενδύτης, γεννημένος στη Ζάκυνθο το 1509, και μόνασε στη Μονή του Αγίου Γεωργίου των Κρημνών στο ίδιο νησί.

Δεν απομακρύνθηκε από τον τόπο του παρά μόνο όταν επρόκειτο να ταξιδέψει για να προσκυνήσει στα Ιεροσόλυμα, έχοντας την ευκαιρία να γυρίσει πολλά μέρη της Ελλάδας, από την Ήπειρο, τη Θεσσαλία, το Άγιο Όρος(οπου μόνασε για μικρό χρονικό διάστημα) ως τη Χίο, τη Λέσβο(όπου ίδρυσε και κάποια σχολεία), και σε πολλά άλλα μέρη μέχρι και την Ιταλία.

Ο λόγος που παραθέτω το παρακάτω πολύ ενδιαφέρον κείμενο του Παχώμιου, είναι η πολύ σπάνια για την εποχή του «διαλεκτολογική έρευνά» του, αλλά κυρίως η ενότητα, παρά τις όποιες διαφορές, που δείχνει να αντιλαμβάνεται ο καλόγερος στους ελληνικούς πληθυσμούς από την Κέρκυρα, ως την Κύπρο, την Μακεδονία τη Θράκη και τον Πόντο, μέχρι την Απούλια και την Κάρπαθο.

Φαίνεται επίσης να τον ανησυχεί το φαινόμενο της αλλοίωσης της γλώσσας, είτε από αμάθεια έιτε από ξένες επιρροές.

«Η των Ελλήνων Διάλεκτος, η αυτή τοις πάσιν ήν εξ αρχής, μηδέν διαφέρουσαν, ήγουν η κοινή, επεί δε διεσπάρησαν κατά φυλάς, το ακοινώνητον και τινα διένεξιν ήνεγκε, και τοσούτω μάλλον, όσω και μετανάσται κατά διαφόρους καιρούς εγένοντο, πρώτον μεν γάρ Ίωνες τε και Αιολείς και Δωριείς και Αττικοί, οι μέν αυτών εν Πελοποννήσω ώκουν, οι δε, εκτός ταύτης και Δωριείς μεν, τα προς ανατολάς Πελοποννήσου, Ίωνες δε, τα προς δυσμάς, Αιολείς δε, περί τον κορινθιακόν κόλπον, ο και Αχαΐα λέγεται, μεθ’ούς Αττικοί οι και Αθηναίοι, κατά την Ατθίδα, μέρος της Ελλάδος, μετά δε ταύτα Ίωνές τε και Αιολείς μετώκησαν εις Ασίαν την κάτω. Δωριείς δε και εις τας νήσους. Ταύτα δη και Αττικοί πεπόνθασιν , εξ ου συνέβη δια το ανεπίμικτον την μίαν διάλεκτον διαιρεθήναι εις τέσσαρας, την κοινήν μεν, και ούτω πέντε διάλεκτοι παρά τοις ποιηταίς και συγγραφεύσιν εξεδόθησαν, αυτή τε η καταρζάς, ήγουν η κοινή, και Ιάς, Ατθίς, Δωρίς, Αιολίς, διαφέρουσαι κατά τινα την κοινής, ων αρχαιοτέρα τε και επικρατεστέρα έοικεν η των Ιώνων, ου μόνον ότι παρά των παλαιών ποιητών φέρεται, οίον Σιβύλλης και Ορφέως, Ομήρου τε και Ησιόδου και των τοιούτων, άλλ’ότι και παρά των νέων αυτή επικρατεί ώσπερ η Ατθίς, επι των ρητόρων, οίον Γοργίου, Αισχίνου, Δημοσθένους και των λοιπών.

Νυν δε αι τοιαύται διάλεκτοι ηλλοιώθησαν εκμιγείσαι, και παντελώς εξεβαρβαρώθησαν τω ρεόντι του χρόνου, όθεν και το αίτιον της αγνοίας της καθ΄ημάς γραφής, απολεσάντων ημών και την κοινήν διάλεκτον μετά του τεχνικού, όθεν έστιν ιδείν εν τήδε μεν τη χώρα κατά την πάλαι παράδοσιν τινά της γραφής ομολογούντας, εν ετέρα δε έτερα, και εν άλλη άλλα, όπερ δια την αγροικίαν τινών πειράσομαι αποδείξαι, «φρέαρ» τινές εν τη Αχαΐα λέγουσι την ορωρυγμένην πηγήν, και «λέβητα» και «κακκάβην» την χαλκήν χύτρα, ά παρά των εν Μακεδονία αγνοείται, ώσπερ τινά τούτων αγνοείται παρ’εκείνοις, οίον «στιβή, κόνυζα, μυρσίνη», οι δε Κρήτες αγνοούσι πολλά τοιαύτα, λατινικώς λέγοντες διά την τούτων επιμιξίαν, ήτοι τον στενωπόν , την ρύμην και εν λαχάνους δαύκον, κρόκον, βούβλωσσον, μακεδονήσιον, σάψυχον, και τον λέβητα κατ’ολίγον βαρβαρώσαντες, λαβένζι λέγουσιν, ομοίως και εν ετέροις. Έστι δ’ουν όμως ά των ονομάτων και ελληνικώτερον εκφέρουσιν υπέρ τους εν ταις άλλαις χώραις, οίον, έριφον, αίγαν, κολοιόν, κορυδαλόν, στρύχνον, βρυωνίαν. Ομοίως και τινα ρήματα άπερ ούκ οίδασιν εν ετέραις χώραις αλλ’άλλα τινά εις άλλον νούν πίπτοντα, οίον αδημονείν, ειρωνεύεσθαι, και οι εν ταις ημετέραις χώραις ούκ οίδασι διαφοράν πηγής και κρουνού, αλλ’άπαντα βρύσιν καλούσιν, οι δε εν Κεφαλληνία εσθ’όπου και πηγήν, και οι εν Σωζόπολει τη κατά Πόντον, κρουνόν που, και οι εν Αδριανουπόλει ικρία λέγουσι τινα επομήκη ξύλα, στάβαρα δε αντί τους σταυρούς εν Μακεδονία, τα εν τοις φραγμοίς, διατόνια δε οι Ζακύνθιοι τα πλαγίως τούτων τιθέμενα επιμηκή. Και οι μεν ημέτεροι αντί του ανάστα, σηκώθητι λέγουσιν , οιονεί, κουφίσθητι, οι δε Κύπριοι, ελλειπτικώς, άνα, και οι Κερκυραίοι ομοίως το εξής, άστα. Ωσαύτως Κύπριοι και Κρήτες γραφικώς λέγουσι το χαμαί και αριστερά, έτεροι δε βαρβαρικώτερον ταύτα λέγουσι, και αντί του χαμαί κάτω λέγουσι, το δε κάτω, σχέσιν έχει προς το άνω.

Και οι κατά την Απουλίαν και Σικελίαν, τινά κατά τον νόμον της γραφής προφέρουσιν, οίον, έκλασε τον άρτον, και άρτι παραγέγονα. Και Καπάρθιοι, ήμην λέγουσιν, αντί του υπήρχον, ως δε Αρτακήσιοι και Κυζικηνοί εδάρθηνα λέγουσιν, όπερ οι κατά την ημετέραν διάλεκτον εδάρθηκα λέγουσιν, οι δε Πόντιοι, εδάρθην, ομοίως και λεπάδας, όστρεά τινα, και βραγχία τα του ιχθύος, ώσπερ δήτα και Ελλησπόντιοι. Εύρηται δε ταύτα ούρω και παρά ποιηταίς τε και φιλοσόφοις. Οι δε πλείους εν τη καθ’ημάς χώρα, σύρε λέγουσι, αντί του, ύπαγε, έστι δε ελλειπτικόν, αντί του σύρε τους πόδας, ή έλκε την οδόν. Τινές το άνω και έσω κατά αρχαίαν συνήθειαν επί των αροτριών των βοών λέγουσι, μη επιστάμενοι τούτο εξ αμαθία εν ετέροις χρασθαι, νομίζοντες, ότι τοις βουσί τούτο ίδιον οι βοών αλογώτεροι. Αλλά και παρά γυναιξίν έστι τινα εκφερόμενα σχετλιαστικά επιρρήματα κατά τους παλαιούς οίον , το ίου, το αιβοί, ομοίως και παρά Λεσβίοις το ά εκπληκτικόν όν, ή ποιητικώς προφέρεται, και το τέως χρονικόν, απερώμενοι δε ποτε αλλήλους, καρκίνος λέγουσι, κατά επικράτησιν παλαιάν , ούκ οίδασι δε διόπερ τούτο λέγουσιν , έστι δε τούτο παρ’ιατροίς πάθος τι συμβαίνον πολλάκις εν τοις των γυναικών μαζοίς, και ο παρ’ημίν κάβειρος, και το μεν κοινόν ούκ οίδασι, το δε πάγκοινον τέως γινώσκουσιν αλόγως καθά δη και οι εν Πόντω, ηλάριον μεν ίσασι το καρφίον, ήλον δ’ού, και οι εν Κύπρω, ιππάριν μεν, ουχί δε και ίππον, ως δήπου και οι εν τη ημεδαπή, δοκάριον μεν γινώσκουσι, δοκόν δ’ήκιστα, και τοι όμοιον τούτο ως είποι τις ξύλον και ξυλάριον, και νησσάριον οίδασι την λιμναίαν όρνιν, νήσσαν δ’ουδόλως, και παρίππιον συνθέτως και παραγώγως, είθουν παρασυνθέτως γινώσκουσιν , ου μην δε ίππον, αλλ’άλογον , άλογον δε, ου μόνον ίππος, αλλά και βούς και όνος, και όσα λόγον ουκ έχουσιν, και ψιλούν λέγουσι τον αγρόν και εξυλούν, όπερ αλλαχού ελοκοπείν, αλλ’ούτε ούτοι, ούτε εκείνοι γιγνώσκουσι τι έστι ψιλόν και τι ύλη, και τι έλος, εκ τούτων γάρ τα παρ’αυτοίς ρήματα. Ομοίως και οι Αθωνίται, το άπαξ επίρρημα ποσότητος, και δίς λέγουσι και ούτοι και οι πλείστοι, ως όταν λέγωσι, δις την ώραν, αν δ’ακούωσι τούτο εν βιβλίω, ου συνιούσι, και οι μεν Κύπριοι επί εικασμού, ίσως λέγουσιν, οι δε λοιποί, τάχα, και τινες εν ταις νήσοις τον στοχασμόν γινώσκουσιν, έτεροι δε ουδαμώς.

Και άλλοι μεν το ω κλητικό επίρρημα, άλλοι δε αντί τούτου, το έ, και άλλοι αντί του βλέπειν τηρείν λέγουσιν, άλλοι θεωρείν, άπερ εις άλλον νούν έρχονται, ει και τινα οικειότητα έχουσιν, άλλοι , κυττάζειν, ίσως από του κυπτάζειν, και οι μεν Κυθήριοι τας μετοχάς έχουσιν εν συνηθεία, άλλοι δε σπανίως, και ούχ ως δεί.

Και άλλοι το ιδίωμα ποσώς αναφέρουσιν , άλλοι το ίδιον, και άλλοι το ποσόν, μη γινώσκοντες δε το ποιόν, και τοι ώσπερ το ποίον αοριστούμενον γίνεται ποιόν, ούτε και το πόσον ποσόν. Ζακύνθιοι δε φιλούσιν ιδίως καλείν σκοπόν, τινά παρ’αυτοίς σκοπιάν. Και Μηθυμναίοι, λειμώνα, λειβάδιον τι. Ανέμων δ’ονόματα κρειττόνως οίδασι Πόντιοι, ούτοι έχω λέγουσιν, όπερ έτεροι, δεν έχω. Και Κρήτες ίντα θες, αντί του τι θέλεις, και τι λές, έτεροι, αντί του τι λέγεις, άπερ κατά αφαίρεσιν ,ή αποκοπήν τε και συγκοπήν των συλλαβών ούτω φέρεται, ήτοι από του ουδέν αττικού, δεν, αντί του ού, και από του τι ένι το, και τι ένι τα, τίντο και τίντα, ως παρά Λεσβίοις, εξ ου παρά Κρησί και άλλοις ραθύμοις, το ίντα και σχεδόν ουδέν της γραφής ρήμα, όπερ μη εν τη οικουμένη φέρεται, ει δε και τινα ου φέρεται, ουδέν θαυμαστόν, πολλά γαρ εν λήθη και αλλοιώσει γεγόνασιν, εξ αμελείας και της επιμιξίας των βαρβάρων, ως εν τοις ήδη ρηθείσι βραχέσι ρήμασιν αποδέδεικται, πόσα γαρ ονόματα πετεινών, ερπετών, τετραπόδων, φυτών, ιχθυών, ζωυφίων τε και κνωδάλων, και των λοιπών των εν τω κόσμω ούκ οίδαμεν ; Πώς ουν άκουσαντες εν τη γραφή ταύτα νοήσωμεν ; Και γάρ κατ’αρχάς τα ονόματα ετέθησάν τε και διωρίσθησαν εκάστω είδει των κτισμάτων δια την χρήσιν και ωφέλειαν την εξ αυτών, και τας διαφόρους ενεργείας εκάλεσε γαρ φήσιν Αδάμ ονόματα πάσι τοις κτήνεσι, και πάσι τοις πετρινοίς του Ουρανού και πάσι τοις θηρίοις της γής.

Αλλά και Σολομών οίδεν αστέρων θέσεις, και φυτών φύσεις και βοτάνων. Έστι δ’ότε και οι τηλού των αγρών οικούντες, ελληνικώτερόν τε και τεχνικώτερον λαλλούντες των αστικών εξ απλότητος, οι γαρ κατά τας πόλεις εκ κενοδοξίας, εις το ευσχημονέστερον βουλόμενοι μεταγάγειν τας λέξεις μάλλον φθείρουσι, και τους κωμήτας και αγροίκους αλόγως σκώπτουσι και μυκτηρίζουσιν, ομοίως και τοις αλλοπαποίς επιγελώσι, και έθνος έθνει ετέρω, και πόλις πόλει, ότι ου ταύτα λαλούσι, μη ειδότες ά διαβεβαιούνται.

Ταύτα δε πάσχουσιν εξ αμαθίας, ως είρηται, ο γαρ Θεός εξ αρχής τελείς και τεχνικάς διένειμε τας διαλέκτους εν τοις έθνεσιν, ως δέδεικται, μετά δε ταύτα, ούτω κατεστάθησαν ού μόνον γάρ η ημετέρα διάλεκτος ούτως ηλάττωται και ηλλοιώται, αλλά και των λοιπών εθνών. Και τούτων μέν, μάλλον ηλάττωται, ηλλοίωται δε μάλλος η ημετέρα, δια την διασποράν την γενόμενην εις διαφόρους τόπους, τα γαρ λοιπά έθνη ουκ εισίν ούτως εξηπλωμένα εις διαφόρους επαρχίας τε και πατριάς, όθεν και η γραφή παρ’αυτοίς απλουστέρα, αλλ’ούχι και ποικίλη και δαψιλής εν ταις λέξεσι, δια το στενόν της γλώσσης, όπερ συνέβη αυτοίς δια το των χώρων ανεπιτήδειον, ουδεμία δε η εντεύθεν βλάβη, καν εκ της μερικής είπης εναλλαγής, καν εκ της γενομένης καθόλου επι της πυργοποιΐας, ώσπερ γαρ δια των διαφόρων αυτού ποιημάτων δοξάζεται ο Θεός, ούτω δη και εκ των διαφόρων διαλέκτων, και γαρ το πολύτροπον , των τρεπτών ίδιον. Ει δε τις έρει, ότι δια το διάφορον της γλώσσης αι αλλεπάλληλοι μάχαι και οι πόλεμοι, ψεύδος ερεί δηπουθεν, ουκ ειδώς των Ελλήνων τους εμφυλίους πολέμους, ωσαύτως και των βαρβάρων, μάλλον δε δια το διαφέρειν ημάς κατά την διάλεκτον, έκαστος εν τοις όροις μένει τοις ιδίοις, μισών την αλλοδαπήν.

…» (1)

Ο άλλος σπουδαίος λόγιος της μεταβυζαντινής, επίσης Επτανήσιος υπήρξε ο Νικόλαος Σοφιανός από την Κέρκυρα. Γεννήθηκε στις αρχές του 16ου αιώνα και πέθανε στη Ρώμη, όπου και έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του το 1551.

Ενδεικτική του πατριωτικού αισθήματος του Σοφιανού, που χαρακτήριζε και την πλειονότητα των Ελλήνων λογίων την περίοδο της Τουρκοκρατίας(τρεις αιώνες περίπου πριν την ίδρυση του ελληνικού κράτους…….), είναι η παρακάτω επιστολή του προς τον επίσκοπο Μυλοποτάμου και Χερρονήσου Διονύσιο.

Ο Σοφιανός καταλαβαίνει και τονίζει ότι η αφύπνιση του Γένους, προϋποθέτει παιδεία, ελληνική, και θλίβεται με το μέγεθος της απαιδευσίας που επικρατεί στο Γένος.

Το μήνυμα του Σοφιανού είναι ότι μόνο μέσα από την εκλαΐκευση των αρχαίων κειμένων το γένος θα πάρει αυτά που χρειάζεται αφού μόνο αν αποδωθούν στη σύγχρονή του λαλιά είναι χρήσιμα.

Παρακάτω παραθέτω κάποια αποσπάσματα από κείμενα του Σοφιανού ενδεικτικά της συνείδησης του Γένους της εποχής, που θρηνούσε την άθλια κατάστασή του αλλά ήλπιζε και περηφανευόταν για την παράδοσή του, και ειδικά για τη γλώσσα του:

«Βλέποντες, θεοφιλέστατε δέσποτα, ότι δια την μακράν και πικροτάτην δουλοσύνην το ημέτερον γένος εξέπεσε, και ουδέ καν αναθυμάται την προκοπήν οπού είχαν οι πρόγονοί μας, με οποίαν άφησαν εις όλην την οικουμένην λαμπράν και αθάνατον δόξαν, ηθέλησα πολλάκις περί τούτου να συμβουλευθώ και να κοινολογήσω το πράγμα με όσους σοφούς και πεπαιδευμένους και κατά αλήθειαν ευγενείς και λέιψανα της αθλίας και δυστυχούς αρχαίας Ελλάδος, λέγω τον ενδοξότατον και δοχείον των αρετών Αντώνιον τον Καλλιέργην, όπου εις μόνον αποκρατεί το αξίωμα των ημιθέων εκείνων ηρώων και η λαμπρότης της ελληνικής ευγενείας, και με τον άριστον και δοκιμώτατον ιατρόν και όντως άλλον Ιπποκράτην Άγγελον τον Φορτίαν, και με τον περίφημο λογιώτατον Αντώνιον Έπαρχον τον δημόσιον διδάσκαλον της λαμπροτάτης πόλεως των Βενετιών, με τον καλόν και συνετώτατον Κωνσταντίνον τον Ράλλην, και το άνθος της καλοκαγαθίας Μαθίαν τον Άβαριν, με τον μέγα και σεμνόν Γεώργιον τον Κορίνθιον, με τον σοφόν Ερμόδωρον τον Ζακυνθηνόν(σ.σ. Ερμόδωρος Λήσταρχος), με τον σώφρονα και σπουδαιότατον Καντίνον τον Τριβώλην και τον τούτου πατέρα Ιάκωβου τον ιλαρώτατον και χαριέστατον ποιητήν , με τον γλυκύν και σπουδαίον Μιχαήλ τον Ρωσσαίτον, με τον λόγιον και πεπαιδευμένον Νικόλαον τον Χίον, με τον μεγαλοπρεπέστατον και πολιτικώτατον ρήτορα Φράγκον τον Τελουντάν, και έτι με τον ευγενέστατον Ιωάννην τον Παλαιολόγον, άνδρα επιεική και σώφρονα, όπου η σοφία και προκοπή τους άδεται εις όλην την οικουμένην, και να μη μακρολογώ και με πολλούς άλλους, όπου έτυχαν εδώ, είχα συμβουλευθή με ποίον τρόπον ήθελε διορθωθή το πάθος τούτο της απαιδευσίας και να γυρίσουν εις το καλόν, και όλοι από μίαν γνώμη ήσαν ότι αν ήθελαν διαβάσει και να γροικήσουν τα βιβλία όπου άφηκαν εκείνοι οι παλαιοί και ενάρετοι άνδρες, εύκολα ήθελε διορθωθή η απαιδευσία όπου πλεονάζει εις τους πολλούς.


Δια τούτο λοιπόν ώρμησα και εγώ, με γνώμην και παρακίνησιν των ειρημένων ελλογίμων και ευγενών ανδρών, από όσον δύναμαι, θεού οδηγούντος, να μεταγλωττίσω και να πεζεύσω από τα βιβλία όπου να έναι χρήσιμα και ωφέλιμα εις το να ανακαινισθή και να αναπτερυγιάση από την τόσην απαιδευσίαν το ελλεινόν γένος. Και δια τούτο μάλιστα ηθέλησα να ποιήσω την αρχήν από το βιβλιάριον τούτο του Πλουτάρχου, οποίον λέγεται περί παίδων αγωγής και ημείς το ωνομάσαμεν παιδαγωγόν, διότι αυτό μας παιδαγωγεί και διδάσκει από την αρχήν πώς να γεννηθή και ν’ανατραφή το παιδίον ευγενικά, και απ’εκεί πώς να παιδευθή και να γένη ένδοξος και ενάρετος άνθρωπος ωσάν ήσαν οι πατέρες μας. Και πάλιν είχα πέσει εις μεγάλην απορίαν πως έναι δυνατόν να πιστεύσουν οι πολλοί τα λόγια του παιδαγωγού, αν δεν έχουσι και παράδειγμα το ποίας λογής πρέπει να έναι ο πεπαιδευμένος άνθρωπος, αν ουδέν τους παραστήσωμεν τον βίον και την διαγωγήν της αρχιερωσύνης σου, και όλοι ομού να σπουδάζουσι να μιμούνται την μεγαλοψυχίαν την ελευθεριότητα οπού δείχνεις καθ’εκάστην εις όλους, κοντολογία, τάς άλλας αρετάς οπού στολίζουσι την ιεράν σου και γενναίαν ψυχήν , όπου ουδέ αυτός ο Πλούταρχος μετά ευκολίας τας ήθελεν αφηγηθή.

Λοιπόν αν γένη τούτο και όλοι, ή οι περισσότεροι πιάσουσι τούτον τον δρόμον, εύκολα και από την δουλοσύνην και από άλλα πάθη όπου έναι χειρότερα και από αυτήν την δουλοσύνην ήθελαν λυτρωθή. Και αν ούτω ποιήσουσι, οποίον θέλομεν το γνωρίσει και ημείς από την πούλησιν των χαρτίων, θέλομεν τους δώσει και τα επίλοιπα του Πλουτάρχου βιβλία , και πολλούς και χαριεστάτους διαλόγους του Λουκιανός και άπειρα της ιεράς θεολογίας, είδ’άλλως, όπερ ούκ οίομαι, το ού φροντίς Ιπποκλείδη ηπαροιμία έρει, και ημείς ανακάμψομεν εις την φιλοσοφίαν αυτήν και την φίλην ημίν και συνήθη γεωμετρίαν. Ο θεός να φυλάξη την αρχιερωσύνην σου εις χρόνους πολλούς και καλούς.(2)

«Επειδή εις τέτοιαν κακήν τύχην κατήντησε το πάλαι ποτέ μακαριστόν γένος ημών των Γραικών, ότι μόλις ευρίσκεται τώρη διδάσκαλος οπού να ’ναι ικανός να διδάσκει τους νέους καν την γραμματικήν τέχνην, πόσω μάλλον ρητορικήν και λογικήν, γεωμετρίαν και αστρονομίαν και τ’ άλλα της φιλοσοφίας τα μέρη.»(3)

«Διότι οι επιστήμες μαθαίνονται όχι μόνον με την ελληνικήν γλώσσαν, αμή και με πάσαν άλλην γλώσσαν όπου να ’ν’ ανάμεσα στους ανθρώπους, καλά και αν ήτον η βαρβαρώτερη του κόσμου, πόσω μάλλον η εδική μας ομιλία, η κοινή λέγω, οπόχει τέτοιαν ευταξίαν και αρμονίαν και καλλωπισμόν, όπου, ως εγώ νομίζω, άλλη να μηδέν έναι όπου καν να της σιμώνει.» (4)

(1) Patrologiae cursus completus, Jacques-Paul Migne, τ.98, σελ.1349.

(2) Ελληνομνήμων ή Σύμμικτα Ελληνικά Απρίλιο 1843, σελ.252.

(3) Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Λίνος Πολίτης, έκδ.8η, σελ.58.

(4) Ιστορία του γλωσσικού ζητήματος: Μέρος Α΄. Αιώνες γλωσσικών αλλοιώσεων: Ήτοι πρώται αρχαί και πορεία της γραφομένης νεοελληνικής γλώσσης: 300 π.Χ.-1750 μ.Χ, Αν.Μέγας.

5 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Το κείμενο του Παχώμιου απ'το Patrologia Graeca που το βρήκες; Ευχαριστώ.

Klephtis είπε...

Παραθέτω πιο πάνω την πηγή. Στην παραπομπή (1).

Ανώνυμος είπε...

Ναι, την πηγή την είδα, το Patrologia Graeca που έγραψα εκεί αναφερόταν. Ρωτάω απλά αν υπάρχει κάπου online ή αν τη βρήκες σε βιβλιοθήκη π.χ.

Klephtis είπε...

http://books.google.com/books?id=6ZbYAAAAMAAJ&pg=RA5-PA1334&dq=%CE%BB%CE%B1%CE%B2%CE%AD%CE%BD%CE%B6%CE%B9#v=onepage&q=&f=false

σελ.1347

Ανώνυμος είπε...

Ευχαριστούμε και αναμένουμε.